200 XΡΟΝΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ – Χριστούγεννα στο Μεσολόγγι του 1822: Ταξίδι στον τόπο και το χρόνο

Πήγες εις το Μεσολόγγι
την ημέρα του Χριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
για το τέκνο του Θεού.
Διονύσιος Σολωμός,
“Ύμνος εις την Ελευθερία” (1823)

Ξημέρωνε παραμονή Χριστουγέννων του 1822. Το Μεσολόγγι ήταν περικυκλωμένο από 11.000 Τούρκους στρατιώτες υπό την ηγεσία του Ομέρ Βρυώνη που μαζί με τον Κιουταχή, τον Χουρσίτ Πασά και τον Γιουσούφ Πασά πολιορκούσαν την Ιερή πόλη από ξηράς και θάλασσας επί δύο μήνες.

Στη σκηνή του ο Ομέρ Βρυώνης είχε μαζέψει όλους τους πασάδες και η συζήτηση είχε “ανάψει”.

Ο υγρός και άσχημος καιρός του Μεσολογγίου είχε αποδεκατίσει πολλούς στρατιώτες, που αρρώσταιναν και πέθαιναν.

Κάτι έπρεπε να γίνει. Ο Κιουταχής, με σθένος υποστήριζε πως από την αρχή έπρεπε να επιτεθούν και να κάνουν τους “γκιαούρηδες” να προσκυνήσουν με το σπαθί.

Ο Ομέρ Βρυώνης, που μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν υπέρ των διαπραγματεύσεων, δεδομένης της κατάστασης συμφώνησε.

Άλλωστε, κι οι πληροφοριοδότες του δεν ήταν σωστοί.

Όταν αρχές Νοεμβρίου τα Υδραίικα καράβια, διώχνοντας το στόλο του Γιουσούφ Πασά, ενίσχυσαν την πόλη με Έλληνες οπλαρχηγούς και προεστούς από τη Μάνη, τα Καλάβρυτα, την Καρύταινα και τη Γαστούνη μαζί με πολεμοφόδια και άλλες προμήθειες, ο Ομέρ Βρυώνης είχε πληροφορηθεί ότι είχαν φθάσει για να προσκυνήσουν τους πασάδες και να τουρκέψουν.

Άδικα περίμενε να έρθουν.

Αντί για τους άρχοντες του Μοριά, έφθασε ένα γράμμα από τους Μεσολογγίτες που έλεγε: ““Αν θέλετε τον τόπο μας, ελάτε να τον πάρετε”.

“Ε, ναι, λοιπόν! Θα τον πάρουμε”, αναφώνησαν οι πασάδες και αποφάσισαν να επιτεθούν πριν το ξημέρωμα, την ώρα που οι Χριστιανοί θα ήταν στις εκκλησιές τους.
Η νίκη, κατά αυτούς, δεδομένη. Δεν είχαν υπολογίσει όμως σωστά. Στο δωμάτιο βρισκόταν ο Ηπειρώτης Γιάννης Γούναρης, που ο Ομέρ Βρυώνης κρατούσε τα παιδιά και τη γυναίκα του και τον είχε κάνει υποτακτικό του.

Η καρδιά του “σφίχτηκε”. Όσο κι αν αγαπούσε την όμορφη γυναίκα του, όσο κι αν λαχταρούσε τα μωρά παιδιά του, δεν άντεχε να αφήσει το Έθνος να πάθει τέτοιο κακό. Με την πρώτη ευκαιρία, είπε πως θα πήγαινε για κυνήγι και κίνησε για τη λίμνη ειδοποιώντας τους πολιορκημένους.

Παραμονή Χριστουγέννων του 1822. Οι Μεσολογγίτες ετοιμάζονταν για τη Γέννηση του Χριστού. Όχι όμως όπως κάθε χρόνο. Οι εκκλησίες, για πρώτη φορά, δεν θα άνοιγαν. Τα παλληκάρια “ξάγρυπνα” με τα όπλα στα τείχη, τα γυναικόπαιδα να κάνουν ότι γιορτάζουν και οι καμπάνες να χτυπούν χαρμόσυνα σαν να γινόταν λειτουργία.

Ξημερώνοντας Χριστούγεννα, η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου είχε βαφτεί κόκκινη με το αίμα των Οθωμανών στρατιωτών και οι πασάδες έφευγαν “ταπεινωμένοι” για να επιστρέψουν στα Γιάννενα.

Μετά τη νίκη, όλοι κατέκλυσαν το ναό του Αγίου Σπυρίδωνα, έψαλαν πρώτα το άσμα της νίκης και ύστερα κόσμησαν τους ιερούς θόλους του ναού με εννιά σημαίες, που είχαν κυριεύσει.

Όλοι εκτός από τον Γιάννη Γούναρη, που θρηνώντας το χαμό της οικογένειάς του, αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή του στον Θεό. Ασκήτεψε σε μία σπηλιά πάνω από το εκκλησάκι της Παναγίας της Ελεούσας στο εξαιρετικής ομορφιάς φαράγγι της Κλεισούρας, κοντά στο Μεσολόγγι.