“[Οι Έλληνες] … στηρίχθηκαν στην χριστιανική θρησκεία και στα βαθειά ριζωμένα κατάλοιπα του Πιστεύω της Αρχαίας Ελλάδας για να επιζήσουν. Αυτά τα στοιχεία αποτέλεσαν την ιστορική συνέχιση των Ελλήνων. Στοιχεία που βρίσκονται […] ζωντανεμένα στα ήθη και έθιμα […].
Η κληρονομιά ανάμεσα στους αιώνες.”
Δόρα Στράτου
Η Κάρπαθος, με τα όμορφα χωριουδάκια σκαρφαλωμένα στα βουνά του νησιού, τα γραφικά σπιτάκια και τα στενά δαντελωτά δρομάκια, τα ξυλόγλυπτα και τα υφαντά, δίνει το δικό της μοναδικό χρώμα στην περίοδο των Χριστουγέννων.
Αναπολούμε εποχές που οι Καρπάθιες νοικοκυρές ετοίμαζαν έναν σωρό καλούδια και κεράσματα, που άνοιγαν τα σπίτια για τις ευχές, τα κάλαντα και το πατροπαράδοτο ποδαρικό, για να πάει καλά η χρονιά.
Την Παραμονή των Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς, των Φώτων και του Αγιαννού, όσοι είχαν κάποιον να γιορτάζει, Χρήστο, Μανώλη, Βασίλη, Γιάννη ή Φώτη, άνοιγαν τα σπίτια τους και όλο το χωριό συμμετείχε στη γιορτή.
Έφτιαχναν διάφορα παραδοσιακά μεζεδάκια, όπως ντολμα-δάκια, σπληνάντερα, στιφάδο, καπαμά και κάθε λογής νοστιμιές, γλυκές και αλμυρές για να κεράσουν τους επισκέπτες μαζί με γλυκόπιοτο Καρπαθιώτικο κρασί.
Από νωρίς, μαζεύονταν παρέες αντρών στο καφενείο για να “κεφίσουν”, να έρθουν στο κέφι, δηλαδή, και κατόπιν με τη συνοδεία μουσικών οργάνων, τραγούδια και αυτοσχέδιες μαντινάδες περνούσαν από κάθε σπίτι που γιόρταζε για τις ευχές και στο τελευταίο που πήγαιναν έστηναν χορό. Αντίστοιχα, παρέες γυναικών πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι για να ευχηθούν.
Τα παιδιά “ξεχύνονταν” στους δρόμους για να πουν τα κάλαντα, με τα Πρωτοχρονιάτικα να έχουν να πουν κάτι και για τους ξενιτεμένους:
“Φίλοι μου αν έχετε παιδιά
που λείπουνε στην ξενιτειά
μακριά σας ξορισμένα
‘πόψε θα ‘ναι λυπημένα
θυμούνται τη μανούλα τους
μελαγχολεί η καρδούλα τους.
Εύχομαι να τα δείτε
όπως τα επιθυμείτε”
Την πρώτη ημέρα του χρόνου, ένα μικρό παιδί, συνήθως, έκανε “ποδαρικό” και του έδιναν κάτι σε χρυσό. Έφερνε μία πέτρα καθαρή και άσπρη που συμβόλιζε το ρίζωμα, δηλαδή τη σταθερότητα σε έναν τόπο και νερό από τη βρύση, με το οποίο ράντιζαν τις αυλές και κάθε γωνιά του σπιτιού όπως τον αγιασμό, για καλή τύχη.
Ζύμωναν τις βασιλόπιτες, που στην Κάρπαθο δεν ήταν μία για όλους αλλά ατομικές που της κερνούσαν στον κόσμο και πάνω τους έφεραν σφράγισμα με τον Βυζαντινό Δικέφαλο Αετό.
Των Φώτων, έφτιαχναν κουλούρια στρογγυλά πασπαλισμένα με σουσάμι, μαυροκούκι και κύμινο. Με την ίδια ζύμη έφτιαχναν τα Συμπιλάκια, με σχήμα μεσοφέγγαρου που τα γέμιζαν με σταφίδα, αμύγδαλα και καρύδια αλεσμένα και στολισμένα με κομμάτια ζύμης. Γέμιζαν με αυτά καλάθια και κερνούσαν τον παπά που περνούσε με την αγιαστούρα του να ευλογήσει τα σπίτια.
Δεν ξεχνούσαν, όμως, να ευλογήσουν και τα ζώα τους, δίνοντάς τους να φάνε τη Βουόπιτα, που τη διάβαζε ο παπάς στην εκκλησία, των Φώτων.
Τα Κανίσκια -οι δίσκοι, δηλαδή, με τα φημισμένα γλυκά των Καρπάθιων γυναικών δεν έλειπαν από κανένα σπίτι. Γεμάτα κου-ραμπιέδες, μελομακάρονα με καβουρδισμένο σουσάμι, καρπα-θιώτικο μπακλαβά, σιτακοπίτια με μπισκοτένια ζύμη, γεμισμένα με στάκα και ξεροτήγανα με αμύγδαλο.
Ευχαριστούμε την κυρία Μαριγούλα Κρητσιώτου από την Κάρπαθο, με σημαντικό έργο στη λαογραφία του χορού και την τοπική λαογραφία, Πρόεδρος στο Τμήμα Αθηνών του Διεθνούς Συμβουλίου Χορού, Athens Section CID-UNESCO και συνεργάτις του Χοροθεάτρου Δόρα Στράτου.