Μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη του μουσικοσυνθέτη Δημήτρη Πετσετάκη στην Λίλιαν Ψύλλα
Ακούστε όλη τη συνέντευξη στο Spotify!
Ο συνθέτης Δημήτρης Πετσετάκης μάς ταξιδεύει στη δική του μουσική πορεία και μάς εκμυστηρεύεται τη σχέση του με τις νότες και τους ήχους καθώς και τους αγαπημένους του προορισμούς στην Ελλάδα.
“Έχω στην κατοχή μου πάνω από 330 κιθάρες
και συνολικά πάνω από 1000 μουσικά όργανα
όλων των προελεύσεων,
με τα οποία συνθέτω”
Πώς ξεκίνησε όλη η σχέση σου με τη μουσική;
Τα πράγματα που γίνονται στη ζωή μας δεν είναι καν στο υποσυνείδητο, είναι στο ασυνείδητο. Κι επειδή πιστεύω ότι ακόμα και στην κοιλιά της μάνας μας έχουμε προσλαμβάνουσες, φαντάζομαι ότι ξεκίνησε από εκεί – με δεδομένο ότι και στη μουσική μου υπάρχει πάντα ένα background το οποίο θυμίζει αμνιακό υγρό, και εκεί πάνω επιπλέουν όργανα – ήχοι – φωνές. Εκεί βλέπω τα πάντα. Από μια φωνή, ένα ουρλιαχτό, ένα κουδούνισμα, ένα παραδοσιακό όργανο… Συνεπώς όλο αυτό ξεκίνησε πριν καν συνειδητοποιήσω το χρόνο – την έννοιά του. Ο πατέρας μου κάθε Κυριακή έβαζε τον σταθμό της εκκλησίας και άκουγε τη λειτουργία, σαφέστατα άκουγα βυζαντινή μουσική. Υπήρχε στο σπίτι και πικάπ, οπότε ακούγαμε, σαφέστατα, και κλασική μουσική αλλά και ελληνική μουσική της εποχής, όπως π.χ. Χιώτη, Λίντα κ.ά. Υπήρχε και πιάνο στο σπίτι, το οποίο έπαιζε ο πατέρας μου σε κοινωνικές συγκεντρώσεις. Οπότε, λοιπόν, μουσική ακουγόταν στο σπίτι. Εγώ είχα, ήδη, κάνει τις επιλογές μου, είχα ακούσει ρεμπέτικο, γιατί στο σπίτι μου κοντά (ήταν ένα παλιό αρχοντικό στον Πειραιά) υπήρχαν ρεμπέτικες μουσικές σκηνές, τι οποίες εγώ επισκεπτόμουν χωρίς να το ξέρουν οι γονείς μου. Όσον αφορά τη μουσική, ξεκίνησα με τη ροκ. Τα πρώτα βινύλια που αγόρασα ήταν των Beatles και των Rolling Stones. Το επόμενό μου βήμα έγινε το 1968, που είναι και ένα παγκόσμια σημαδιακό χρονολογικό σημείο. Τότε βγήκε και το «2001: A Space Odyssey», το οποίο ήταν σταθμός για εμένα. Όταν τελείωσε η ταινία στο σινεμά, έκατσα επί τόπου και την ξαναείδα από την αρχή. Εκεί ακουγόντουσαν κομμάτια του György Ligeti – όπως το “Atmospheres”. Αυτός ήταν συνθέτης της avant-garde και εκθείαζε το “cluster”, δηλαδή μια συστοιχία από νότες που μπορούν να είναι και ατονάλ, αλλά δημιουργούν έναν ομοιόμορφο ήχο γεμάτο νόημα. Όταν, λοιπόν, είδα τη σκηνή με το μονόλιθο και τον πρωτόγονο άνθρωπο, που στο background έπαιζε μουσική του με cluster από φωνές χορωδίας, έμεινα άναυδος και είπα «εδώ είμαστε». Διότι είχε τα στοιχεία της ambient, abstract που με εκφράζουν. Καθώς, λοιπόν, έψαχνα δίσκους του Ligeti, ανακάλυψα τον Ξενάκη, ο οποίος είχε ταλέντο στο να δημιουργεί μουσικά σύνολα με κοσμικό τρόπο. Θα έλεγε κανείς ότι τον ανακάλυψα από «σπόντα»! Ύστερα ήρθε ο Brian Eno και ο δίσκος του «Ambient 4 – On Land». Αυτός ο δίσκος είναι σημαδιακός για εμένα, καθώς με έχει επηρεάσει στον τρόπο που παράγω ήχους μέσα στο στούντιο και συνδυάζω τους ήχους της φύσης με αυτούς των synthesizers. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι όλα αυτά είμαι εγώ και η μουσική μου.
Πώς επηρεάζουν τα ακούσματα και τα βιώματα τη μουσική σου;
Σίγουρα για κάποιον που έχει μπει πιο βαθιά στη μουσική, θα δει ξεκάθαρα αυτό που λέω για το αμνιακό υγρό. Θα δει, δηλαδή, ότι υπάρχει ένα background το οποίο αφήνει ελεύθερο τον ήχο να επιπλεύσει και να ανασάνει και να κολυμπήσει και να καταδυθεί. Όλα τα υπόλοιπα ερεθίσματα είναι ό,τι μπορείς να φανταστείς. Θα μπορούσε να είναι μια ματιά ερωτική, ένα σημαντικό ή φρικαλέο γεγονός, όπως π.χ. η καταστροφή του πλανήτη. Ένα μουσικό κομμάτι μου π.χ. αναφέρεται στο θάνατο του πατέρα μου. Το κομμάτι μου λέγεται “Fading Slow” και στην ουσία έχω κάνει ένα simulation του ρόγχου του πατέρα μου, γιατί πέθανε στα χέρια μου. Αυτό είναι ένα σκληρό κομμάτι. Δηλαδή αν κάποιος δεν ξέρει την ιστορία πίσω από τη δημιουργία του κομματιού, θα καταλάβει ότι είναι ένα σκληρό κομμάτι.
Θα μπορούσες να πεις ότι η μουσική σου πορεία χωρίζεται σε εποχές (eras)? Και αν ναι, ποιες είναι αυτές και ποια τα χαρακτηριστικά τους;
Ναι, πράγματι, χωρίζεται σε εποχές. Ξεκινώντας με τη ροκ, γιατί στο Γυμνάσιο είχα ροκ συγκρότημα – παίζαμε support στον Παύλο Σιδηρόπουλο και σε άλλα συγκροτήματα εποχής. Εκείνη την εποχή είχα ναι μεν συνειδητοποιήσει ότι θέλω να κάνω κάτι άλλο, όμως το ροκ είναι ροκ, και ειδικά εκείνη την εποχή – πριν πέσει η δικτατορία, υπήρχε έντονο opposition που εκφραζόταν μέσω της μουσικής. Επίσης, τότε, παίζαμε σε συναυλίες που είχαν ονομαστεί «Μουσικά Πρωϊνά». Ο κόσμος τότε ερχόταν μαζικά, διψούσε για ελευθερία και έκφραση. Έρχεται, λοιπόν, η μεταπολίτευση, ανεβαίνω στη Θεσσαλονίκη για σπουδές και εκεί ξεκίνησα να πηγαίνω στα μπαρ για jamming. Πιο μετά, όταν ήταν να φύγω για σπουδές στο Παρίσι για να βρω τους πνευματικούς μου πατέρες (Ξενάκης, Καστοριάδης, Αξελός, Πουλατζάς κ.ά.), πηγαίνω στην Κρήτη για διακοπές και εκεί με κάλεσαν και με ενημέρωσαν ότι ο πατέρας μου ήταν σε άσχημη κατάσταση. Τότε πήρα την απόφαση να μην πάω στο Παρίσι και να μείνω Ελλάδα για να υποστηρίξω την οικογένεια. Αυτή, λοιπόν, ήταν η πρώτη εποχή, η εποχή δηλαδή της προσμονής για τη μουσική που ήθελα να φτιάξω με βάση τα ακούσματά μου. Τότε έστηνα όσα ήθελα. Η επόμενη εποχή ξεκινάει όταν τελείωσα από το Ναυτικό και έστησα το πρώτο μου σοβαρό στούντιο στην Καστέλα, στο οποίο είχα τα πρώτα μου synthesizers και κάποιες βασικές κιθάρες. Έτσι στήθηκαν τα πρώτα κομμάτια. Αγόρασα το πρώτο μου πολυκάναλο, και με το που έφτιαξα τα πρώτα κομμάτια – με το βλέμμα, το άκουσμα και τη σκέψη στον Brian Eno και στις λοιπές επιρροές μου, ήρθε η χρονική συγκυρία και στήθηκε το Μουσικό Εργαστήρι του Τρίτου Προγράμματος. Διευθυντής και παρουσιαστής ήταν ο Μιχάλης Γρηγορίου, με τον οποίο ήμασταν μαζί στον Σύλλογο Συνθετών Ηλεκτρονικής Μουσικής. Έγινε, λοιπόν, μια παρέα από συνθέτες εκείνη την εποχή. Περάσαμε καταπληκτικά κάνοντας περιοδείες σε όλη την Ελλάδα, αυτοσχεδιάζαμε και ηχογραφούσαμε επί τόπου με πολύ καλά ηχοληπτικά μηχανήματα. Αυτές οι ηχογραφήσεις αναμεταδίδονταν ύστερα στο Τρίτο Πρόγραμμα. Αυτή είναι η δεύτερη εποχή, η οποία συνεχίζεται ακόμα… […]
Μίλησέ μας για το στούντιό σου, για τις αμέτρητες κιθάρες σου, τα σπανιότατα μουσικά όργανα που συλλέγεις εδώ και πολλά χρόνια. Ξεχωρίζεις κάποιο;
Αυτός εδώ ο χώρος είναι στρατηγείο μου, χώρος για πρόβες και εκθετήριο των μουσικών οργάνων που συλλέγω αλλά και αξιοποιώ στη μουσική μου. Έχω στην κατοχή μου πάνω από 330 κιθάρες και συνολικά πάνω από 1000 μουσικά όργανα όλων των προελεύσεων, με τα οποία συνθέτω. Δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο που να «ξεχωρίζω». Όλα εισπράττουν την ίδια αγάπη.
Είπαμε για τη μουσική σου και τις δημιουργίες σου, όμως θα θέλαμε να μας πεις και πέντε αγαπημένους προορισμούς και πώς αυτοί έχουν επηρεάσει τη μουσική σου.
Τα Μετέωρα, γιατί εκεί νιώθω ότι μπορώ να πετάξω. Το έχω δει άλλωστε και σε όνειρο, να πετάω κυριολεκτικά πάνω από τα Μετέωρα. Μετά είναι η Κρήτη και ο Ψηλορείτης. Η Κρήτη είναι πατρίδα μακρινή. Σε όποιο μέρος κι αν βρεθώ στην Κρήτη, φορτώνω μπαταρίες. Τι να πρωτοαναφέρω… Κνωσσός, Φαράγγι της Σαμαριάς, Λιβυκό Πέλαγος, το Λουτρό στα Σφακιά… Επίσης, αγαπημένες μου πολύ είναι οι Κυκλάδες, από τις οποίες έχω ρίζες, με ιδιαίτερη αγάπη στο ηφαίστειο της Σαντορίνης και τη χώρα της Σερίφου. Τέλος, η αγαπημένη μου Θεσσαλονίκη, η δεύτερη πατρίδα μου – οι αναμνήσεις μου. Το γαλάζιο του Αιγαίου, οι αρχαϊκοί τόποι καθώς και οι ήχοι του ελληνικού βυθού είναι στοιχεία της Ελλάδας που με έχουν εμπνεύσει μουσικά. Γενικά, πάντως, η Ελλάδα είναι μια χώρα χαρισματική, διότι υπάρχει εντυπωσιακή εναλλαγή τοπίων.
Ακούστε όλη τη συνέντευξη στο Spotify!