του Κώστα Σκρέκα
Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας
Εισερχόμαστε στη νέα χρονιά, το 2023, εν μέσω διεθνών κρίσεων που επηρεάζουν δυσμενώς τις προσπάθειες μας για την ανασυγκρότηση της χώρας από την επώδυνη δεκαετία των μνημονίων και τη δρομολόγηση της βιώσιμης ανάπτυξης της οικονομίας και της κοινωνίας μας. Η κυβέρνηση σε αυτό το περιβάλλον υλοποιεί με θάρρος κι αποφασιστικότητα, παρά τα αλλεπάλληλα εμπόδια, την πολιτική της με βάση την εντολή του ελληνικού λαού το 2019 και με γνώμονα την προστασία των πολιτών, τη θωράκιση της κοινωνικής συνοχής και τη διαφύλαξη της δημοσιονομικής ισορροπίας.
Κλασικό παράδειγμα αποτελεί ο τομέας της ενέργειας: Η κυβέρνηση διαχειρίζεται ταυτόχρονα μια πανευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση, που όμοιά της δεν έχουμε δει μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και παράλληλα προωθεί καινοτόμες λύσεις και πρωτοποριακές πολιτικές, που στην πλειονότητά τους υιοθετούνται από Ευρωπαίους εταίρους μας κι εφαρμόζονται στις χώρες τους. Μέσα σε αυτό το εξαιρετικά δύσκολο περιβάλλον, προωθούμε την στρατηγική μας επιλογή για την Πράσινη Μετάβαση της χώρας, με πρώτο στάδιο την αποφασιστική αύξηση των ΑΠΕ και την αυξημένη συμμετοχή τους στο ενεργειακό μείγμα της χώρας.
Πρόκειται για μια ακόμα υλοποίηση προεκλογικής μας δέσμευσης, καθώς πριν τις εκλογές του 2019, η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχαμε πει στους πολίτες ότι δεσμευόμαστε για την Πράσινη Μετάβαση της Ελλάδας, χωρίς τότε να υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ούτε για Ταμείο Ανάκαμψης, ούτε για ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Σήμερα, στην είσοδο του 2023, η συγκυρία είναι πολύ πιο δυσμενής για τις επιδιώξεις μας. Παρ’ όλα αυτά, στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας εντοπίσαμε κι αξιοποιούμε δυο νέα δεδομένα: Πρώτον, την ανάγκη για αύξηση της εγχώριας παραγωγής ενέργειας, ως αποτέλεσμα του ενεργειακού πολέμου που ξέσπασε στην Ευρώπη λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Εδώ φάνηκε πόσο σωστή ήταν η πολιτική που είχαμε προτείνει στους Έλληνες και τις Ελληνίδες υπέρ των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, που κάλυπτε τόσο την επίσπευση της ενεργειακής μετάβασης όσο και την προστασία του Περιβάλλοντος και τη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής. Και δεύτερον, την εκρηκτική άνοδο του ενδιαφέροντος για επενδύσεις στις ΑΠΕ, η οποία είναι αποτέλεσμα της ορθής οικονομικής πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση, η οποία διασφαλίζει ανάπτυξη πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και κατά συνέπεια προσελκύει επενδυτές.
Σήμερα, η πολιτική μας έχει ανοίξει νέους δρόμους: Κανείς δεν πίστευε πριν από τριάμισι χρόνια, όταν αναλάβαμε την ευθύνη διακυβέρνησης του τόπου, ότι ο στόχος για ετήσια παραγωγή ενέργειας μέσω ΑΠΕ ισχύος 24 GW έως το 2030 θα ήταν κάτι ρεαλιστικό. Κι όμως σήμερα είμαστε σε αυτό ακριβώς στο σημείο. Κατά την περίοδο 2019 – 2022 υπήρξε πραγματική έκρηξη στον τομέα των ΑΠΕ, με αποτέλεσμα σήμερα η Ελλάδα να βρίσκεται στην 8η θέση παγκοσμίως στη συμμετοχή τους στο ενεργειακό μας μείγμα, καθώς το 46% της κατανάλωσης προέρχεται από αυτές, εάν συμπεριλάβουμε και τα υδροηλεκτρικά έργα. Λίγο πριν φύγει το 2022, η κυβέρνηση έχει πενταπλασιάσει τον ρυθμό εγκατάστασης και σύνδεσης μονάδων ΑΠΕ με το δίκτυο, σε σχέση με ό,τι συνέβαινε την περίοδο 2015- 2019 και η πολιτική μας επιδίωξη είναι έως το 2027 να εγκαταστήσουμε άλλα 10 GW πηγών Πράσινης Ενέργειας που σέβεται το Περιβάλλον και συμβάλλει αποφασιστικά στην ενεργειακή ανεξαρτησία της χώρας μας. Αυτό θα σημάνει ότι το 60% – 70% του συνόλου της κατανάλωσης σε τέσσερα χρόνια θα προέρχεται από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, με προφανή οφέλη χαμηλού ενεργειακού κόστους τόσο για νοικοκυριά όσο και για επιχειρήσεις.
“…το 60% – 70% του συνόλου της κατανάλωσης
σε τέσσερα χρόνια θα προέρχεται από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας,
με προφανή οφέλη χαμηλού ενεργειακού κόστους
τόσο για νοικοκυριά όσο και για επιχειρήσεις.”
Η καθαρή ενέργεια αποτελεί και προνομιακό πεδίο για την εφαρμογή της ενεργειακής Δημοκρατίας, με τη διάχυση ωφελειών σε ολόκληρη την κοινωνία. Γι αυτό δημιουργούμε ειδικό χώρο συνολικής ισχύος 2,5 GW σε όλη την Ελλάδα, που αφορά σε 250.000 μικρά φωτοβολταϊκά μέχρι 10 kW το καθένα, τα οποία μπορούν να τοποθετηθούν σε στέγες κατοικιών, επιχειρήσεων και αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Αποτέλεσμα μιας τέτοιας κίνησης είναι όσοι κατοικούν ή εργάζονται σε αυτά, να καταναλώνουν την ενέργεια που παράγουν, με σχεδόν μηδενικό κόστος, όπως εξήγγειλε στην ΔΕΘ του περασμένου Σεπτεμβρίου ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Η κυβέρνησή μας μεριμνά τόσο για τις μικρές επενδύσεις στις ΑΠΕ, που αναδεικνύουν την ενεργειακή Δημοκρατία, όσο και για τις μεγαλύτερες, που πετυχαίνουν οικονομίες κλίμακος και πιο γρήγορη διείσδυση της καθαρής ενέργειας στο ενεργειακό μας μείγμα.
Η ραγδαία αύξηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος για νέες ΑΠΕ, μας οδηγεί στην προώθησή τους με ταχύτητα και ασφάλεια. Σε αυτό το πλαίσιο, ήδη ετοιμάζουμε νομοθετική πρωτοβουλία για την αυστηροποίηση των χρόνων που οι επενδυτές θα έχουν στην κατοχή τους τον ηλεκτρικό χώρο, προκειμένου να εξασφαλίσουμε ταχύτατα τους στόχους ενεργειακής απεξάρτησης από ορυκτά καύσιμα.
Γιατί οι ΑΠΕ αποτελούν προτεραιότητα της κυβέρνησής μας, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο πρόσφατο παρελθόν; Όχι μόνο διότι με αυτό τον τρόπο παράγουμε ενέργεια με σεβασμό στο Περιβάλλον. Αλλά και διότι στην επόμενη ενεργειακή κρίση, που με βεβαιότητα κάποια στιγμή θα ενσκήψει στο μέλλον, η χώρα μας θα είναι ενεργειακά αυτάρκης, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που η όποια κρίση δεν θα μπορεί να την επηρεάσει, όπως συμβαίνει στις μέρες μας. Πρόκειται για μια πολιτική για το παρόν και το μέλλον, για μας και τα παιδιά μας, τις γενιές που έρχονται, για το Περιβάλλον και την εθνική μας οικονομία. Γι αυτούς τους λόγους θα συνεχίσουμε να την υπηρετούμε με συνέπεια κι αποφασιστικότητα.