ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΛΙΛΙΑΝ ΨΥΛΛΑ
Το νησί της Τέχνης, την Τήνο, επέλεξε ο Έλληνας ζωγράφος Κώστας Τσόκλης να “στεγάσει” τα έργα του και να συνεχίσει να δημιουργεί με το δικό του, μοναδικό τρόπο. Τον συναντήσαμε στο Μουσείο του, στον Κάμπο Τήνου εν μέσω ετοιμασιών για τη νέα του έκθεση, όπου μας μίλησε για άγνωστες πτυχές της ζωής του και τα έργα που του ενέπνευσε η πανδημία.
Πώς επιλέξατε την Τήνο για να φτιάξετε το μουσείο σας και να εκθέσετε το έργο σας;
Εγώ θα έλεγα πως είναι από … ατύχημα! Και το ατύχημα είναι ότι έχω μια παλιά ερωτική ιστορία την οποία θα σας την πω στα γρήγορα. Όταν ήμουν σπουδαστής, άνθρωπος κι εγώ, αγάπησα μια κοπέλα. Η κοπέλα αυτή, λοιπόν, ήταν στο προκαταρκτικό – κι εγώ πρωτοετής στη σχολή και όταν έδωσε εξετάσεις για να μπει στα εργαστήρια, δεν πέρασε. Οι γονείς της πήγαν και βρήκαν τον Μόραλη, τον δάσκαλό μου, ο οποίος όμως ήταν κι αυτός πιτσιρικάς και δεν καταλάβαινε πολλά πράγματα και τον ρώτησαν «γιατί δεν πέρασε η κοπέλα;» και αυτός απάντησε «μα πώς να περάσει, αφού τριγυρνάει με τον Τσόκλη όλη μέρα!». Οι γονείς, λοιπόν, θεώρησαν σωστό να τη στείλουν καλόγρια στην Τήνο. Εγώ πραγματικά την αγαπούσα – παιδιά τώρα, αλλά μεγάλη ένταση. Καθώς ήμουν πάμπτωχος, είχα όμως μανία πάντα με την ποίηση και είχα μια δεκαριά – δεκαπενταριά βιβλία ποιητικά. Ήρθε το καλοκαίρι, λοιπόν, και δεν ήξερα τι να κάνω και πήρα τα βιβλιαράκια μου αυτά και τα πούλησα στις μπουκινίστ στην οδό Ασκληπιού. Πήρα τόσα λεφτά ώστε να μπορέσω να πάρω ένα εισιτήριο από Αθήνα για Πειραιά, και από Πειραιά για Τήνο και επιστροφή. Υπήρχε και ένα άθλιο λεωφορείο τότε, δεν υπήρχαν και καλοί δρόμοι οπότε η διαδρομή ήταν πολυτάραχη, και πήγα και χτύπησα την πόρτα του μοναστηριού και άνοιξε ένα παραθυράκι μικρό και βγήκε το κεφάλι μιας καλόγριας και είπε «τι θέλετε;». Της είπα ποια δεσποινίδα έψαχνα και είπα ότι ήμουν συγγενής της – δεν ήξερα τι να πω! Μου απαντάει, λοιπόν, «έχουν πάει εκδρομή» και απότομα έκλεισε το παραθυράκι και έμεινα αδέκαρος, δεν ήξερα τι να κάνω, είχα μόνο το εισιτήριο επιστροφής! Λοιπόν, για αυτήν την κοπέλα δεν μάθαμε τελικά ποτέ τι έγινε. Άνοιξε η γη και την κατάπιε. Αυτό, λοιπόν, ήταν ένα τραύμα και μια αντιπάθεια που είχα προς αυτό το νησί. Γι’ αυτό και για πολλά χρόνια ούτε να ακούσω δεν ήθελα για την Τήνο. Μετά συνέβησαν όλα της ζωής τα πράγματα και βρέθηκα μια μέρα με έναν Έλληνα φίλο που ζούσε στο Βέλγιο, και αγόρασε ένα κτήμα εδώ στην Τήνο. Μου ζήτησε να πάω να τον βρω και να του δώσω συμβουλές για το πώς να αξιοποιήσει το κτήμα του. Και αποφάσισα και ήρθα στην Τήνο. Γοητεύτηκα τρομερά. Ήταν απίθανο το νησί. Και άρχισα να έρχομαι 2-3 χρονιές μαζί, τον συμβούλευα, φτιάξαμε, μάλιστα, μαζί κι ένα έργο. Μια μέρα, περνώντας από τον Κουμάρο – εκεί που έχουμε το κτήμα τώρα, είδα μια μέρα «Πωλείται». Στον Κουμάρο ήταν που είχαν πάει τότε εκδρομή οι καλόγριες, εκεί ήταν το θέρετρό τους… Και είπα ότι αφού πωλείται, θα το αγοράσω – είχα τότε τη δυνατότητα. Κι έτσι αγόρασα το κτήμα και έφτιαξα αυτό το σπίτι. Και μια μέρα ήρθε η Νατάσσα Παζαΐτη, η σύζυγος του Κώστα Καραμανλή – ζήτησε να με δει. Έδειξε μεγάλη αγάπη να κάνει κάτι για το νησί, μιας που βρισκόμουν κι εγώ εδώ. Τότε ήταν δήμαρχος ο Παναγιώτης Κροντηράς. Κι έγινε αυτό το θαύμα: να μου δώσει λεφτά το κράτος να μετατρέψω το πρώην δημοτικό σχολείο σε μουσείο, πράγμα απίστευτο. Απίστευτα πράγματα. Έτσι ξεκίνησε. Από εκεί και πέρα, ό,τι μπόρεσα έβαλα κι εγώ, να τελειώσει σωστά. Και τώρα αυτή τη στιγμή το θεωρώ σαν ένα «κενοτάφιο» – μ’ αρέσει να το λέω έτσι, όπου μέσα να βρίσκεται η σκέψη μου, μερικά μου έργα, όλα μου τα αρχεία. Κάπου κάθε άνθρωπος πρέπει να ανήκει. Ένας φίλος καλλιτέχνης μια φορά μου είχε πει το εξής απλοϊκό και δεν το ξέχασα ποτέ: «τι να κάνω Κώστα μου, όταν είμαι στην Κυψέλη δεν είμαι στο Παγκράτι!» τόσο απλό πράγμα, κι όμως το θεωρούσα πολύ σημαντικό. Έτσι κι εγώ έπρεπε κάπου να είμαι. Ε, ας είμαι στην Τήνο!
Ποια ερεθίσματα καθόρισαν την τέχνη σας μέχρι και σήμερα;
Όταν βρέθηκα στη Ρώμη τα πρώτα χρόνια, αισθάνθηκα ότι είμαστε τελείως επαρχιώτες. Εμείς είχαμε διδαχθεί μια τέχνη μεταξύ Σεζάν και Πομπηίας και βρίσκομαι σε μια Ρώμη τότε, μετά τον πόλεμο που “αφρίζει” από τέχνη. Ο κόσμος – θα έλεγες – δεν υπήρχε, παρά μόνο γι’ αυτό. Ή έτσι μας φαινόταν. Οπότε ανακαλύπτεις ότι αυτή ήταν η εποχή της Αφαίρεσης, κι αυτά που είχαμε μάθει ήταν όχι μόνο άχρηστα, αλλά και επιβαρυντικά. Είμαστε, λοιπόν, μια ομάδα, πια, φίλων από τη σχολή, που κάναμε το Gruppo Sigma. Και, έτσι, μπλεχτήκαμε στο παιχνίδι του να βρούμε μια φόρμα τέχνης που να μην έχει ξαναγίνει, να είναι πρωτότυπη. Μετά, λοιπόν, επειδή εγώ είχα μια τρομερή, πραγματικά απάνθρωπη αγωνία μάθησης, έφυγα και πήγα στο Παρίσι, όπου έζησα πάρα πολύ δύσκολα αλλά με πολύ ενθουσιασμό και πολλή αγάπη από φίλους μου και κοντινούς, καθώς και από τη σύζυγό μου που είχα τότε, η οποία με βοήθησε πάρα πολύ να σταθώ στα πόδια μου και επί οκτώ χρόνια ήμουν στην «αφάνεια» ας πούμε. Και σε μια στιγμή, γνώρισε τη δουλειά μου μια αμερικανική γκαλερί και ενδιαφέρθηκε. Σε τρεις μήνες, ήμουν διεθνής βεντέτα! Τα έργα μου αγοράζονταν χωρίς καν να τα βλέπουν! Όταν έκανα τις εκθέσεις, πωλούταν ό,τι ήταν στον τοίχο, όλη η έκθεση. Οι τιμές βέβαια, τότε, ήταν μικρές. Και δημιούργησα μια πραγματικότητα. Ώσπου ήρθαν τα πράγματα της ζωής πάλι να μπλεχτούν μέσα στην υπόθεση της Τέχνης. Ενδιαφέρθηκε πολύ και ο Ιόλας για εμένα, και έκανα ένα από τα πιο μεγάλα σφάλματα της ζωής μου και του ήθους μου, να εγκαταλείψω την αμερικανική γκαλερί, παρόλο που ήταν αυτοί που με βοήθησαν να φύγω από την αφάνεια, και να πάω με τον Ιόλα. Ο Ιόλας τότε είχε γκαλερί στη Ν. Υόρκη, στη Γενεύη, στο Παρίσι, στη Ρώμη, στο Μιλάνο… οπότε ήταν λιγάκι – πώς να στο πω, έτσι λίγο πιο θεαματικό.
“Ήθελα να απεικονίσω «νύχτες λαμπρές».
Και κάθισα κι έφτιαξα αυτά τα έργα, μαύρα – μελαγχολικά όλα.”
Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για το νέο σας έργο που θα εκτεθεί στο Μουσείο σας;
Κοίταξε να δεις, εν μέρει θα έλεγα, είναι λίγο υπεύθυνη και η Χρυσάνθη Κουτσουράκη, η διευθύντρια του Μουσείου, γιατί της αρέσει να γυρίζει την Τήνο και να θαυμάζει τα τοπία. Και κάνα-δυο φορές, παρόλο που έχω γυρίσει δέκα φορές εγώ την Τήνο -πριν το κάνει εκείνη, πήγαμε και μου έδειχνε μέρη κι εγώ έκανα τον βλάκα ότι τα έβλεπα όλα πρώτη φορά! Αλλά πάντα κατάφερνε και μου περνούσε και κάτι νέο. Και καθώς κλείστηκα αυτόν τον χρόνο με τον κορωνοϊό, είχα κάνει σχέδια. Ήθελα να απεικονίσω «νύχτες λαμπρές». Και κάθισα κι έφτιαξα αυτά τα έργα, μαύρα – μελαγχολικά όλα. Ήταν άσχημη η χρονιά αυτή, για όλους μας που ήμασταν κλεισμένοι.
Αν η παιδεία των Ελλήνων ήταν ένας λευκός καμβάς, και ήταν να βάλετε στοιχεία πάνω, πώς θα ξεκινούσατε να τον διαμορφώνετε ως προς το θέμα της Τέχνης;
Κοίταξε θα έπρεπε να γίνω κι εγώ ένα λευκό μυαλό, για να αρχίσουμε μαζί – να έχουμε μια πορεία ανάλογη. Δεν μπορεί ένας άνθρωπος φορτωμένος με 1002 πράγματα να ακουμπήσει και να λεκιάσει έναν καθαρό χώρο που είναι ακόμα σε αναμονή.[..]Εγώ βρίσκω πως είμαστε σε αναμονή. Δεν περιμένω τίποτα. Γιατί, βλέπεις, δεν υπάρχουν περούσιοι λαοί. Υπάρχουν αναλογίες. Μια ελπίδα, να έχεις αφήσει μια γρατζουνιά, που όταν σκουπίζεις τις σκόνες από πάνω της και σε ρωτάνε τι είναι αυτό, να λες «αυτό το έχει κάνει ο Τσόκλης, ένας Έλληνας καλλιτέχνης». Παραπάνω δεν ξέρω αν επιτρέπεται να ελπίζω αυτήν τη στιγμή.
Τώρα που τελείωσε το lockdown, και είμαστε σε μια φάση ανάκαμψης, πώς βλέπετε εσείς προσωπικά το μέλλον ως καλλιτέχνης;
Προσπάθησα πάντα να ανήκω σε όλες τις γενιές, δεν μ’ άρεσε όταν έλεγαν «ανήκεις στο ’60, στο ‘70», τώρα είδα ότι πέρασε η εποχή μου. Παρόλο που δούλεψα πριν 35 χρόνια με τα σύγχρονα μέσα (βλέπε ζωντανή ζωγραφική), είδα τώρα ότι ανήκω ήδη στο παρελθόν.
Άρα, πώς θα κινηθείτε;
Υπερασπίζομαι το χθες. Ας ελπίσουμε στη γρατζουνιά!
Μορφωμένος τι σημαίνει;
Ένας άνθρωπος που γνωρίζει το χθες.
Τι έχει το χθες να διδάξει το σήμερα;
Κοίταξε, ας πάρουμε τη λέξη «μόρφωση». Μορφωμένος τι σημαίνει; Ένας άνθρωπος που γνωρίζει το χθες. Αυτό είναι η μόρφωση, ό,τι ξέρουμε από το χθες. Ο,τι συμβαίνει στο παρόν, είναι πληροφορία. ό,τι έχει σχέση με τη μόρφωση του ανθρώπου, μόρφωση με την έννοια της μορφής, του formation και του σχηματισμού, είναι το παρελθόν. Το παρελθόν, λοιπόν, έχει να διδάξει τα πάντα. Μάλιστα, θα’ λεγα, όχι να διδάξει, αλλά να είναι τα πάντα. Μέσα σας ο καθένας από εσάς, μαζί κι εγώ, φέρουμε μέσα μας το χθες. Και ελπίζουμε ή – ακόμα και οι πιο πονηροί από εμάς – διαβλέπουμε, το μέλλον.