Μανώλης Μητσιάς – ΑΠO ΤΟ ΖΑΓΚΛΙΒEΡΙ ΣΤΗΝ ΠOΛΗ

Είναι σχεδόν αδύνατο να γράψεις για τον Μανώλη Μητσιά χωρίς να παγιδευτείς στα γνωστά δημοσιογραφικά κλισέ – “ζωντανός μύθος’’, “ιερό τέρας του Ελληνικού τραγουδιού’’, και τα παρόμοια σε μια εποχή που οι λέξεις χάνουν το νόημα τους, χάρις στην αλόγιστη χρήση τους από lifestyle περιοδικά στην προσπάθεια τους να αποθεώσουν καλλιτέχνες με πολύ μικρότερο εκτόπισμα.

Άλλωστε, δεν ταιριάζουν οι μεγαλοστομίες σε έναν άνθρωπο χαμηλών τόνων, τόσο αυθεντικό, που παρά το γεγονός ότι έχει συνεργασθεί με το πάνθεον του ελληνικού τραγουδιού πάντα έμεινε προσγειωμένος. Που ξεκινώντας από το μηδέν, έφτιαξε ο ίδιος τον δρόμο του προς την κορυφή, που ποτέ δεν ενέδωσε στους πειρασμούς, τις ευκολίες, τις κάθε είδους κλίκες. Άνθρωπος, φύσει ανεξάρτητος, παρόλο που από μικρή ηλικία ήταν πολιτικοποιημένος ουδέποτε κατέληξε κομματικοποιημένος. Άνθρωπος της αριστεράς, σε εποχές πολύ δύσκολες, θα μπορούσε άνετα να εξαργυρώσει τον μύθο του, την αγάπη του κόσμου, σε ψήφους–κι όμως, δεν το έκανε. Βαδίζοντας στον μοναχικό δρόμο που επέλεξε, κατάφερε να σώσει όχι μόνο το έργο του, αλλά και την ίδια του την ψυχή- κάτι που σπανίζει ανάμεσα στις προσωπικότητες που έβγαλε η γενιά του. Αν το κείμενο μοιάζει με αγιογραφία – ας είναι. Καμιά φορά η πραγματικότητα δεν είναι και τόσο ρεαλιστική. Όσο κι αν προσπαθήσεις, είναι αδύνατο να βρεις κάτι να του καταλογίσεις. Πράγμα εντυπωσιακό, ιδίως εάν αναλογιστεί κανείς ότι μιλάμε για έναν άνθρωπο με πάνω από μισό αιώνα πορείας στις πλάτες του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μανώλης ο Μητσιάς γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα μικρό χωριό στη Μακεδονία, το Ζαγκλιβέρι, και συμπτωματικά ήταν μαθητής του παππού μου, του οποίου
το όνομα φέρω και τον οποίο, δυστυχώς δεν τον γνώρισα ποτέ- πέθανε ένα χρόνο πριν γεννηθώ. Εξού και ο Μανώλης ο Μητσιάς αποτελεί μέρος της οικογενειακής μας μυθολογίας: από μικρός λάτρευε να τραγουδάει κι όμως δεν του είχε περάσει καν από το μυαλό το να προσπαθήσει να κάνει καριέρα. Ευτυχώς, τελικά, φίλοι και γνωστοί (ανάμεσα τους ο παππούς μου, ο Δημήτρης – ή “Τάκης’’ – Πολύμερος ) τον έπεισαν να μην αφήσει το ταλέντο του να πάει χαμένο και να πάει στη Θεσσαλονίκη, να ασχοληθεί επαγγελματικά. …Και να, που πενήντα και βάλε χρόνια μετά, ο νεαρός ψάλτης είναι πια μύθος του ελληνικού τραγουδιού και δίνει συνέντευξη στον εγγονό του δασκάλου του. Η ζωή κάνει κύκλους – μα κι ο ίδιος ο Μητσιάς, κάνει το δικό του κύκλο με τον καινούργιο του δίσκο, “Συγνώμη Πόλη μου’’, μιας και με αυτόν επιστρέφει στις ρίζες του, στην ψαλτική, που τον έκανε να ερωτευτεί την μουσική δια βίου.

Μιλήσαμε στο τηλέφωνο (ελέω Κορωνοϊού…) – ο τόνος της φωνής του δεν έχει τίποτα το πομπώδες ή το εξεζητημένο. Ακούγοντας τον, εύκολα διακρίνεις έναν άνθρωπο αυθόρμητο, μια φωνή ευγενική και ντόμπρα την ίδια στιγμή.

-“Σχετικά με το δίσκο, εμένα με κάλεσαν να πω ένα τραγούδι που έγραψε, τη μουσική ο Μανώλης ο Καρπάθιος, με στίχους του Κώστα Μπαλαχούτη. Τελικά, επειδή μου άρεσε πολύ, μου ήταν οικείο, καταλήξαμε να κάνουμε ολόκληρο δίσκο. Προσπάθησα να μη μιμηθώ έναν Κωνσταντινουπολίτη ψάλτη, αντίθετα το είπα σαν λαϊκός τραγουδιστής’’.
-“Η Πόλη του δίσκου αντιπροσωπεύει για μένα μια γυναίκα στην οποία ζητάς συγνώμη γι’ αυτά που έκανες- ή, ίσως, γι’ αυτά που δεν έκανες. Για ό,τι μετάνιωσες.’’
– Συμμετέχουν η εξαιρετική ερμηνεύτρια Μαρίνα Μανωλάκου και ο Γρηγόρης Νταραβάνογλου, Πρωτοψάλτης και Χοράρχης διεθνούς φήμης με πολλές διακρίσεις, γέννημα θρέμμα της Πόλης.
-“Συμμετέχει κι ο Ιεροκλής ο Μιχαηλίδης, που απαγγέλει κάποια κομμάτια και σε βάζει στο κλίμα του δίσκου.’’
-“Είναι μια επιστροφή στις ρίζες μου και είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτόν το δίσκο.’’
-“Μ’ αυτήν τη μουσική μεγάλωσα. Πολλοί αριστεροί της γενιάς μας ήταν και είναι πιστοί, δεν υπάρχει κάποια αντίφαση σ’ αυτό.’’
-“Οι αριστεροί πηγαίναν στην εκκλησιά- οι κομμουνιστές δεν πηγαίνανε!’’
-“Κάποτε υπήρχαν ψαλτάδες με υπέροχες φωνές, που ερχόταν ο κόσμος από τα χωριά τους για να τους ακούσει, όπως ο Καλαφάτης, ο Ταλιαδώρος.’’
-“Σήμερα έχουν μείνει ελάχιστοι καλοί ψαλτάδες. Αυτό πρέπει να το διορθώσει η εκκλησία για να προσελκύσει περισσότερο κόσμο.’’
-“Κι εγώ, από μικρό παιδί, άρχισα να πηγαίνω στην εκκλησία για να ακούσω αυτές τις υπέροχες φωνές, τη μουσική. Δεν είμαι θρήσκος αλλά αυτό ήταν που με τράβηξε και γι’ αυτό εξακολουθώ να πηγαίνω στην εκκλησία. Η αισθητική πλευρά είναι που με συνδέει με το Θείο.’’
-“Νοσταλγώ το παρελθόν, τα πρόσωπα, τις καταστάσεις, τις όμορφες αλλά και τις δύσκολες στιγμές. Και τη μουσική βέβαια
– παλιά οι δισκογραφικές, όπως η Λύρα, οι παραγωγοί, όπως ο Πατσιφάς το αγαπούσανε το τραγούδι,το πονούσαν. Σήμερα όλα αυτά έχουν αλλάξει, δεν υπάρχουν δισκογραφικές που θα στηρίξουν τον καλλιτέχνη, το μόνο που θέλουν είναι σουξεδάκια που θα κρατήσουν μια μέρα και θα ξεχαστούν.”
-“Εγώ μπήκα στα σπίτια του κόσμου από ένα μικρό παραθυράκι. Εκείνη την εποχή αργούσαν να βγουν οι επιτυχίες άλλα όταν βγαίνανε, μένανε. Τα τραγούδια που έχω πει εγώ δεν ήταν εύκολα τραγούδια. Ήταν τραγούδια που σιγοβράζανε σαν τον καλό καφέ!”
-“Πολλοί που μπήκανε στο χώρο του τραγουδιού, τους έφαγε η νύχτα. Ο κόσμος μπορεί τη μια στιγμή να σε καταπιεί και την άλλη να σε φτύσει εύκολα… Γι’ αυτό στη δουλειά μας θέλει μοναχικότητα.’’
-“Όσο με θυμάμαι τραγουδάω. Δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο καλύτερα.’’
-“Δεν έχω απωθημένα- ότι ήταν να κάνω το έκανα.’’

Συνέντευξη στον Δημήτρη Πολύμερο