ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ.
ΜΑΘΗΤΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΙΣ ΔΙΔΑΧΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ
π. Βασιλείου Ι. Καλλιακμάνη
Καθηγητή Θεολογίας Α.Π.Θ.
Α΄
Στις 24 Αυγούστου τιμάται η μνήμη του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Αυτή την ημέρα στο Δήμο Θέρμου Αιτωλίας αλλά και αλλού γίνονται κάθε χρόνο λαμπρές εκδηλώσεις προς τιμήν του, οι οποίες συγκεντρώνουν πλήθη πιστών. Πρόκειται για μεγάλο Διδάσκαλο του γένους που αγωνίσθηκε για την πνευματική ελευθερία των υποδούλων, η οποία δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την εθνική ανεξαρτησία. Ο Πατροκοσμάς εργάσθηκε ως λαϊκός Διδάχος, ως ιδρυτής σχολείων, ως εμπνευστής της τήρησης των ευαγγελικών εντολών και σφράγισε το θεοφιλές έργο του με το μαρτύριο. Έκτοτε ανήκει στον τίμιο χορό των νεομαρτύρων. Είναι δε παράδοξο, ότι την εορτή αυτή εισήγαγε και καθιέρωσε λίγα χρόνια μετά το θάνατό του ο περιβόητος Αλή Πασάς των Ιωαννίνων, διότι είδε να επιβεβαιώνονται στη ζωή του όλα όσα του είχε πει ο άγιος. Αυτό δεν σημαίνει, ότι δεν είχε αναγνωριστεί ως άγιος από τη συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, αφού αμέσως μετά τον απαγχονισμό του συντάχθηκε το Συναξάρι του και φιλοτεχνήθηκαν ιερές εικόνες προς τιμήν του.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να μελετήσει κάποιος τις Διδαχές του, που κυκλοφορούν σε απλή νεοελληνική γλώσσα, για να κατανοήσει το μέγεθος της προσφοράς του στο υπόδουλο γένος. Ακόμη και στη σημερινή εποχή, πολλά από τα διδάγματά του να είναι λίαν επίκαιρα. Στο άρθρο αυτό με βάση τις Διδαχές του θα παρουσιαστεί ακροθιγώς η αμφίδρομη σχέση του καθενός ανθρώπου με την κοινωνία και η συμβολή της κοινωνικής ευθύνης στη διαμόρφωση των κοινωνικών αντιλήψεων.
Β΄
Λέγεται συχνά, και αυτό τείνει να αποτελέσει βεβαιότητα, ότι η κοινωνία διέρχεται κρίση. Τονίζονται τα αρνητικά φαινόμενα πού συμβαίνουν σε αυτή και απαξιώνεται συλλήβδην η κοινωνική ζωή. Οπωσδήποτε υπάρχει ηθική κρίση πού αγγίζει συχνά τα όρια του αμοραλισμού. Εύστοχα έχει επισημανθεί η κρίση των θεσμών και των αξιών εμφανίζει στον αιώνα μας μια ιδιαίτερη έξαρση. Αναρίθμητες θεωρίες αμφισβητήσεως ευνόησαν τη διάδοση του ατομισμού, του μηδενισμού, του αναρχισμού, του ευδαιμονισμού και του αθεϊσμού σε μια απίθανη ποικιλία μορφών. Το αποτέλεσμα ήταν να σχετικοποιηθεί η αξία του ανθρώπου και νά «περιφρονηθεί στη συνέχεια κάθε κοινωνική, ηθική, πνευματική, πολιτιστική και θρησκευτική αξία ή ποιότητα».
Από το άλλο μέρος στην κοινωνία αυτή ζούμε, εργαζόμαστε, δημιουργούμε οικογένειες, αναπτύσσουμε κοινωνικές σχέσεις και ποικίλες δραστηριότητες, παράγουμε και καταναλώνουμε αγαθά˙ αναπτύσσουμε πολιτισμό και εκφράζουμε τη χριστιανική μας πίστη. Της κοινωνίας αυτής ακολουθούμε τη μόδα και κυνηγάμε τίς αρχές και τα ιδανικά, ενώ παράλληλα αμφισβητούμε τίς παραδεδομένες αξίες. Έτσι διαμορφώνεται η κοινωνική πραγματικότητα. Είναι όμως αρκετά δύσκολο να αιτιολογηθούν οι αφετηρίες και οι πηγές της ανθρώπινης κοινωνικότητας και αυτό οφείλεται κυρίως στην άγνοια ορισμένων πτυχών της ανθρώπινης προσωπικότητας[1].
Εδώ δεν θα ασχοληθούμε αναλυτικά με τις διάφορες θεωρίες, που αναπτύχθηκαν για να ερμηνεύσουν το πολύπλοκο φαινόμενο της κοινωνικότητας και να ερευνήσουν την αλληλεπίδραση ανάμεσα στον μεμονωμένο άνθρωπο και την κοινωνία. Θα θέσουμε ορισμένα ερωτήματα και στη συνέχεια θα δείξουμε ότι κι ένας ακόμη άνθρωπος, όταν εμπνέεται από το μήνυμα του Ευαγγελίου, μπορεί νά συμβάλλει καταλυτικά στη διαμόρφωση της κοινωνίας.
Το βασικό ερώτημα πού τίθεται είναι το εξής: Η κοινωνία είναι διαφορετική από τούς ανθρώπους, τα άτομα δηλαδή πού τη συγκροτούν; Το θεμελιώδες αυτό ερώτημα είναι πολύ παλαιό, αλλά ταυτόχρονα και σύγχρονο. Απασχόλησε την ανθρώπινη σκέψη από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η κοινωνία, ή ακριβέστερα η «πόλις» προηγείται σέ σχέση με το άτομο[2]. Ο άνθρωπος είναι δημιούργημα της κοινωνίας θα υποστηρίξει ο Γάλλος Κοινωνιολόγος Emile Durkheim. Ενώ αντίθετα ο Γερμανός συνάδελφός του Max Weber θα πει ότι η κοινωνία είναι δημιούργημα του ανθρώπου. Ο πρώτος είδε την κοινωνική πραγματικότητα από τη σκοπιά της συλλογικότητας. Ο δεύτερος την αντιμετώπισε από την οπτική του ενεργούντος προσώπου. Και οι δύο θέσεις είναι σωστές, αλλά δεν αποδίδουν όλη την κοινωνική πραγματικότητα[3].
Τελικά πού βρίσκεται η αλήθεια; Η κοινωνία είναι διαφορετική από τούς ανθρώπους πού τη συγκροτούν; Ο καθένας δεν συμβάλλει στη διαμόρφωσή της; Και αν δεχθούμε ότι η κοινωνία «χάλασε», εμείς είμαστε άμοιροι και ανεύθυνοι για τη διάβρωσή της; Συχνά ρίχνουμε τα βάρη της κακοδαιμονίας στη νέα γενιά. Αλλά και τα νέα παιδιά, δεν είναι δικά μας παιδιά; Σάρκα από τη σάρκα μας και κόκαλα από τα κόκαλά μας; Παιδιά πού τα γεννήσαμε, τα αναθρέψαμε και τα περιβάλαμε με την αγάπη και τη στοργή μας; Άλλες πάλι φορές ρίχνουμε την ευθύνη για τη διάβρωση της κοινωνίας στα μέσα γενικής ενημέρωσης και ιδιαίτερα στην τηλεόραση και τα κοινωνικά δίκτυα. Κι αυτά όντως έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης στη διαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά εμείς με τις επιλογές που κάνουμε όταν κρατάμε το τηλεκοντρόλ ή πατάμε like δε διαμορφώνουμε το διαδικτυακό περιβάλλον και τα ποσοστά της τηλεθέασης; Χάλασε λοιπόν η κοινωνία; Ή μήπως δεν χάλασε τόσο, όσο νομίζουμε; Απλώς προβάλλεται σκανδαλωδώς το κοινωνικό κακό και περιθωριακά γεγονότα της σύγχρονης εποχής; Κι εμείς μένουμε απαθείς θεατές, χωρίς να αναλαμβάνουμε το μερίδιο ευθύνης που μας αναλογεί για τη διαμόρφωση της κοινωνίας.
Γ΄
Αναπτύχθηκε ο παραπάνω προβληματισμός, διότι μελετώντας την ιστορία της Εκκλησίας διαπιστώνει ο ερευνητής ότι υπήρξαν αναστήματα που με τη βιωτή, τα συγγράμματα και τη δράση τους κατεκόσμησαν τα ήθη των ανθρώπων και συνέβαλαν στην πνευματική μεταμόρφωση της κοινωνίας. Ένα τέτοιο ανάστημα υπήρξε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Προφήτης του Γένους, ο οποίος δεν επηρεάσθηκε από την κυριαρχούσα κοινωνική αντίληψη της εποχής του˙ την αντίληψη του βολέματος, του ωχαδερφισμού, της αμάθειας και του εφησυχασμού. Ο Πατροκοσμάς ακολουθώντας τον Χριστό πήρε στον ώμο το σταυρό της δικής του προσωπικής και κοινωνικής ευθύνης και αγωνίσθηκε να μεταμορφώσει την κοινωνία. Κι όχι μόνο το πέτυχε, αλλά βρέθηκε πολύ μπροστά από την εποχή του. Κι ενώ έχουν περάσει δύο και πλέον αιώνες από το θάνατό του, η μνήμη του παραμένει ζωντανή και οι Διδαχές του είναι πάντοτε επίκαιρες.
Το ερώτημα που αναδύεται είναι: Πώς το πέτυχε αυτό; Αναφέρουμε προοιμιακά, ότι αγωνίσθηκε καταρχήν για τη μεταμόρφωση της δικής του προσωπικότητας και εν συνεχεία ξεκίνησε το αναγεννητικό του έργο. Έτσι, ό,τι έλεγε και ό,τι έπραττε ήταν μπολιασμένο με τον κόπο και τον ιδρώτα της άσκησης και το άρωμα της αγάπης του Θεού. Το κήρυγμά του δεν αποτελούσε απλή ιδεολογία, είχε στερεή αφετηρία και πρακτικές προεκτάσεις. Το ανήσυχο πνεύμα του τον οδήγησε σε αρκετές ιεραποστολικές περιοδείες κάτω από δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες. Τον συναντούμε στο Άγιον Όρος, όπου ασκείται για δεκαεπτά χρόνια, την Κωνσταντινούπολη, την Ήπειρο, την Μακεδονία, την Θεσσαλία, την Στερεά Ελλάδα, την Αιτωλία, τα νησιά του Ιονίου και Αιγαίου Πελάγους αλλά και σέ πολλά μέρη της Ελλάδος. Παντού διδάσκει μεταφέροντας το ζωογόνο πνεύμα του Ευαγγελίου. Οδηγός του η αγάπη για το σκλαβωμένο γένος. Στην ησυχία της Μονής Φιλοθέου ανακαλύπτει τον σωτήριο βιβλικό λόγο, του ενδιαφέροντος δηλαδή για τη σωτηρία των αδελφών και ότι το πραγματικό συμφέρον του χριστιανού βρίσκεται στην ωφέλεια των συνανθρώπων του. Να τί διηγείται ο ίδιος: «Σιμά εις τα άλλα εύρηκα και τούτον τον λόγον όπου λέγει ο Χριστός μας πώς δεν πρέπει κανένας χριστιανός άνδρας ή γυναίκα, να φροντίζει διά λόγου του μόνον πως νά σωθή, αλλά νά φροντίζει και διά τούς αδελφούς του. Και όποιος φροντίζει μόνον διά του λόγου του και δεν φροντίζει και διά τούς αδελφούς του εκείνος θα κολασθή»[4]. Αυτός ο λόγος τον έτρωγε όπως το σκουλήκι το ξύλο. Γι’ αυτό και άφησε την «ειδικήν του προκοπήν», και το «εδικόν του καλόν» και άρχισε τη διδασκαλία του κηρύγματός του, για την ωφέλεια των αδελφών του. Ο Θεός όχι μόνο δεν τον άφησε να χαθεί, αλλά τον αξίωσε της μεγάλης τιμής του μαρτυρίου και της αγιότητας.
Δ΄
Ο άγιος Κοσμάς ασχολήθηκε με όλα σχεδόν τα προβλήματα πού απασχόλησαν την εποχή του, αλλά και τον άνθρωπο προσωπικά. Επειδή είχε γυμνάσει τις πνευματικές του αισθήσεις και είχε φωτισθεί ο νους του από τη ζωογόνο χάρη του Αγίου Πνεύματος, έβλεπε καθαρά και ξάστερα την κοινωνική πραγματικότητα. Με τη δέσμη του εσωτερικού φωτός της διάκρισης έγινε σπουδαίος ανατόμος της κοινωνίας της εποχής του. Στις Διδαχές του αναφέρεται στην κοινωνική δικαιοσύνη, στη δίκαιη φορολογία, στην ενότητα του ανθρωπίνου γένους και την αποφυγή του ρατσισμού και του εθνοφυλετισμού, στην αξία της εργασίας, στην ισοτιμία άνδρα και γυναίκας, στην αποφυγή της πολυτέλειας, στην ολιγάρκεια, αλλά και την ίδρυση κοινωφελών έργων και μάλιστα σχολείων. Με το αγιοπνευματικό του κήρυγμα καταπολέμησε το φαινόμενο της ληστείας και εισηγήθηκε για την αντιμετώπιση του κοινωνικού κακού την αρχή «της μη βίας» πολλά χρόνια πριν από τον Μ. Γκάντι.
Θα θέλαμε πολύ χρόνο για να αναφερθούμε διεξοδικά σε όλα αυτά τα θέματα. Θα περιοριστούμε στη συνοπτική παρουσίαση ορισμένων από αυτά με αναφορές στον άμεσο, ζωντανό και αγιοπνευματικό του λόγο.
Ο Πατροκοσμάς απέδιδε μεγάλη αξία στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι το στολίδι της γης. Για τον άνθρωπο δημιουργήθηκε ο κτιστός κόσμος, η δημιουργία. «Και πρώτον έχομεν χρέος να αγαπούμεν τόν Θεόν μας, διατί μας εχάρισε τόσην γην μεγάλην, ευρύχωρον εδώ πρόσκαιρα να κατοικούμεν, τόσες χιλιάδες μυριάδες χόρτα, φυτά, βρύσες, ποταμούς, πηγάδια, θάλασσα, ψάρια, αέρα, ημέρα, νύκτα, φωτιά, ουρανόν, άστρα, ήλιον, φεγγάρι. Όλα αυτά διά ποίον τα έκαμε; Διά τ’ εμάς. Τί μας εχρεωστούσε; τίποτε. Όλα χάρισμα»[5]. Ο άνθρωπος είναι άρχοντας της κτίσεως. Αποτελείται από ψυχή και σώμα. Είναι ενιαία ψυχοσωματική οντότητα. Η προτεραιότητα δίδεται από τον άγιο μας στην ψυχή, η οποία ταυτίζεται με την ίδια τη ζωή του. Διδάσκει με έμφαση: «Η ψυχή είναι άνθρωπος˙ η ψυχή είναι όπου βλέπει, ακούει, ομιλεί, πιάνει, περιπατεί, μανθάνει γράμματα, τέχνες, επιστήμες, η ψυχή είναι που δίνει ζωή εις το σώμα και δεν το αφήνει νά βρωμήση και, καθώς έβγη η ψυχή, βλέπετε φανερά και ευθύς βρωμά και σκουληκιάζει το σώμα, διατί δεν είναι άνθρωπος». Με το θάνατο «το κορμί έχει τα μάτια του, μα δεν βλέπει, έχει τα αυτιά του, μα δεν ακούει, έχει το στόμα του, μα δεν ομιλεί, έχει τα χέρια του, μα δεν πιάνει, έχει τα ποδάρια του, μα δεν περιπατεί. Ίσια είναι η πέτρα, ίσια και το σώμα χωρίς ψυχήν»[6].
Το παραπάνω απόσπασμα δεν υποκρύπτει κανένα μανιχαϊστικό πνεύμα. Ο λαϊκός Διδάχος προτάσσει την αξία της ψυχής, δίχως να υποτιμά το σώμα. Το σώμα όμως πρέπει νά είναι υπηρέτης της ψυχής και να υποτάσσεται σε αυτή. Τονίζει στους ακροατές του με έμφαση: «Κάμετε το σώμα σας δούλον και την ψυχήν κυρά και τότε νά λέγεσθε άνθρωποι»[7]. Όταν όμως κυριαρχούν τα πάθη και τα κατώτερα ένστικτα, οι άνθρωποι προσομοιάζουν με τα άλογα ζώα, και η κοινωνία μετατρέπεται σε ζούγκλα.
Στη διδασκαλία και τη ζωή του Πατροκοσμά διαφαίνεται η ανεστιότητα της χριστιανικής του συνείδησης, αλλά και η έντονη αναμονή της βασιλείας του Θεού. Υπάρχει όμως μια ισορροπία ιστορίας και εσχατολογίας. Δεν παραγνωρίζει τα πράγματα του κόσμου, αλλά δεν τα αυτονομεί από το σκοπό της δημιουργίας. «Εμείς εδώ, χριστιανοί μου, δεν έχομεν πατρίδα. Ετούτη η γη δεν είναι δική μας, είναι διά τα ζώα, η θάλασσα διά τα ψάρια, ο αέρας διά τα πετεινά. Διά τούτο ο πανάγαθος Θεός μας έκαμε με το κεφάλι ορθούς και μας έβαλεν τον νουν εις το απάνω μέρος, εις την κεφαλήν, διά να στοχαζώμασθε πάντοτε την ουράνιον βασιλείαν, την αληθινήν πατρίδα μας, διατί εδώ εις ετούτον τον κόσμον, καν βασιλείς να γένωμεν, δεν ημπορούμεν να αναπαυθούμεν… Διατί εδώ δεν έχει κανένας πατρίδα. Πατρίδα έχομεν, καθώς είπαμεν, την ουράνιον βασιλείαν»[8]. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν αγαπούσε τη γήινη πατρίδα του και τούς ανθρώπους της, για τούς οποίους άλλωστε θυσιάστηκε, αλλά είχε πάντοτε στραμμένο το νου και την καρδιά του προς τη βασιλεία του Θεού. Προς την κατεύθυνση αυτή προσανατόλιζε και τους Χριστιανούς. Φρόντιζε όμως για την οικοδόμηση υγιούς κοινωνίας.
Για να οικοδομηθεί σωστά η κοινωνία χρειάζεται υπεύθυνους πολίτες, αλλά και άξιους πολιτικούς και πνευματικούς ηγέτες. Η υγιής κοινωνία στηρίζεται στην κοινωνική δικαιοσύνη, την ομαλή κοινωνική συμβίωση και τον αμοιβαίο σεβασμό αρχόντων και αρχομένων. Κάθε εκκλησιαστικό ή κοσμικό αξίωμα αποτελεί διακόνημα και υπηρεσία, με την κυριολεξία του υπηρετείν τον συνάνθρωπο. Δεν μπορεί να αποτελεί μέσο προσπορισμού αγαθών και τιμητικών διακρίσεων, αλλά πεδίο ασκήσεως της φιλοτιμίας και της αγάπης. Ο άγιός μας συμβουλεύει τούς προεστούς να κατανέμουν δίκαια τούς φόρους, αλλά και τους πολίτες να σέβονται τους προεστούς. «Οι προεστοί όπου είστε εις τες χώρες και τα χωρία σώνεσθε, μα πώς σώνεσθε; Να αγαπάτε όλους τους χριστιανούς καθώς αγαπάτε και τα παιδιά σας και νά τους ρίχνετε και τα χρέγια κατά την δύναμιν του κάθε ενός και να μη κάμνετε φιλοπροσωπίες και ρίχνετε των φίλων σας ολιγότερον, διατί βάνετε φωτίαν και καίεσθε. Ομοίως εσείς οι κοσμικοί, οι κατώτεροι, να αγαπάτε και να τιμάτε τους προεστούς σας και να παρακαλείτε τον Θεόν διά την ψυχήν τους και διά την ζωήν τους. Δεν βλέπετε πόσους πειρασμούς έχουν και υπομένουν διά εσάς τους κατωτέρους; Ό,τι χρεία τύχη της χώρας τους προεστούς γυρεύουν και εσείς κοιμάσθε ξέγνοιαστοι»[9].
Συνιστά νά πληρώνονται οι φόροι αναλογικά και σύμφωνα με τις οικονομικές δυνατότητες του καθενός. Θα λέγαμε με σημερινή ορολογία, ότι εισηγείται μια δίκαιη φορολογική κλίμακα. Τη δυσβάσταχτη φορολογία της εποχής την παρομοιάζει και τη συσχετίζει με τα μαρτύρια των μαρτύρων και την άσκηση των ασκητών. «Ομοίως να χαίρεσθε και να ευφραίνεσθε όταν πληρώνετε τα χρέγια σας, τα χαράτσια σας, τες δεκατιές σας, διατί καθώς οι Μάρτυρες έχυσαν το αίμα τους και αγόρασαν τόν Παράδεισον και οι Ασκηταί με την ασκητικήν τους ζωήν, έτσι και οι χριστιανοί με τα άσπρα οπού δίνουν τήν σήμερον, με εκείνα αγοράζουν τον Παράδεισον».[10] Κι αυτά λέγονται σε μια εποχή που πολλοί χριστιανοί λόγω της βαριάς φορολογίας και των στερήσεων εξισλαμίζονταν.
Ταυτόχρονα είναι εισηγητής και της ποιμαντικής κλίμακας. Δεν ζητάει από όσους αδυνατούν το απόλυτο της εφαρμογής των ευαγγελικών λόγων. Ας κάνει ο καθένας αυτό πού μπορεί, ώστε να αρχίσει η ανάβαση της πνευματικής κλίμακας. Έτσι αναφέρει το παράδειγμα ενός επισκόπου που πούλησε τα υπάρχοντά του και στο τέλος πωλήθηκε και ο ίδιος σκλάβος για να ελευθερώσει εκατό ανθρώπους. Αυτή είναι η τέλεια αγάπη. Υπάρχουν όμως και άλλες διαβαθμίσεις. «Δεν ημπορείς να το κάμεις αυτό, κάμε άλλο: Μη πουληθείς εσύ σκλάβος, μόνον πούλησε τα πράγματά σου, δώσε τα όλα ελεημοσύνην, το κάμνεις; Ακόμη βαρύ σέ φαίνεται και αυτό. Ας έλθωμεν παρακάτω. Δεν ημπορείς να δώσεις όλα σου τα πράγματα, δώσε από τα μισά, δώσε από τα τρίτα, δώσε από τα πέντε ένα. Ακόμη βαρύ σέ φαίνεται; Κάμε άλλο, δώσε από τα οκτώ, δώσε από τα δέκα ένα, το κάμνεις; Ακόμη βαρύ σέ φαίνεται; Κάμε άλλο, μη κάμης ελεημοσύνην, μη πουληθής σκλάβος, ας έλθωμεν παρακάτω: μη πάρης το ψωμί του αδελφού σου, μη πάρης το εξωφόρι του, μη τον κατατρέχης, μη τον τρως με την γλώσσαν σου. Μήτε και αυτό το κάμνεις; Ας έλθωμεν παρακάτου, κάμε άλλο: Τον εύρηκες τον αδελφόν σου μέσα εις την λάσπην και δεν θέλεις νά τόν ευγάλης. Καλά, δεν θέλεις νά του κάμης καλό, μη του κάμης κακόν, άφησέ τονε. Πως θέλομεν να σωθούμεν, αδελφοί μου; Το ένα μας φαίνεται βαρύ, το άλλο βαρύ. Πού νά πάμε παρακάτου, δεν έχομεν να καταβούμεν. Ο Θεός είναι εύσπλαχνος, ναι, μα είναι και δίκαιος, έχει και ράβδον σιδηράν»[11].
Με έντονο τρόπο καταφέρεται κατά της αδικίας. «Εσύ πάλιν οπού ηδίκησες τους αδελφούς σου και ήκουσες οπού είπα να σε συγχωρέσουν, μη χαίρεσαι, αλλά μάλιστα νά κλαις και να θρηνής, διατί αυτή η συγχώρησις σου έγινε φωτιά εις το κεφάλι σου, ανίσως και δεν επιστρέψης το άδικον οπίσω, να κλαύσης, να παρακαλέσης να σε συγχωρέσουν εκείνοι οπού αδίκησες…. Διά τούτο, αδελφοί μου, όσοι αδικήσατε ή χριστιανούς ή Τούρκους ή Εβραίους ή Φράγκους να δώσετε το άδικον οπίσω, διατί είναι κατηραμένον και δεν βλέπετε καμμίαν προκοπήν»[12]. Είναι αξιοπρόσεκτο και πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο άγιός μας δε δέχεται την αδικία σε κανέναν άνθρωπο, ρωμιό, τούρκο, εβραίο, φράγκο κ.λπ. Ενώ ταυτόχρονα τονίζει την μεγάλη αξία του κόπου, του μόχθου και της τίμιας εργασίας, η οποία μπορεί να γίνει πηγή χαράς για τον άνθρωπο. «Διά τούτο, αδελφοί μου, νά χαίρεσθε και να ευφραίνεστε χιλιάδες φορές όσοι ζήτε και βγάνετε το ψωμί σας με τον κόπον σας, με τον ιδρώτα σας, διατί εκείνο το ψωμί είναι ευλογημένον, και, αν θέλης, δώσε κομμάτι από εκείνο το ψωμί του πτωχού, με εκείνο αγοράζεις τον Παράδεισο». Και εκφράζει το άμεσο ενδιαφέρον του ρωτώντας: «Εδώ πως πηγαίνετε χριστιανοί μου; Όλοι με τον κόπον σας ζήτε ή με αδικίες; Αν είστε χριστιανοί, με τον κόπον σας νά ζήτε, εκείνο το ευλογεί ο Θεός, το άδικο το καταράται»[13].
Πάνω στην αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης στήριζε και την ίδρυση των σχολείων. Είναι κατά τούς νεώτερους χρόνους ο πρώτος εισηγητής της δωρεάν παιδείας. Ας μνημονεύσουμε και πάλι τα λόγια του: «Αμή δεν είναι καλά νά βάλετε όλοι σας να κάμετε ένα ρεφενέ, να βάλετε και επιτρόπους να το κυβερνούν το σχολείον, να βάνουν διδάσκαλον να μανθάνουν όλα τα παιδιά και πλούσια και πτωχά χωρίς νά πληρώνουν;»[14]. Φρόντιζε επίσης και για την εθελοντική χρηματοδότηση των σχολείων και παρακινούσε τους Χριστιανούς να προσφέρουν «το κατά δύναμιν και προαίρεσιν εξ ιδίων πόνων ή κοινώς από την χώραν ή και από βακούφια», προκειμένου αυτά να λειτουργούν απρόσκοπτα. Έβλεπε τα σχολεία ως χώρους, όπου τα παιδιά θα προσοικειώνονταν την ορθόδοξη πίστη. Συνέδεε άριστα την πίστη με τη γνώση.
Ο άγιος Κοσμάς κήρυττε την ενότητα του ανθρωπίνου γένους. Θεωρούσε όλους τους ανθρώπους παιδιά του Θεού. Υπάρχει βέβαια η διαφορά της πίστεως. Αυτή όμως η διαφορά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να γίνει αιτία περιφρόνησης ή μίσους προς τους άλλους ανθρώπους. Να τι λέγει ο ίδιος: «Και όλοι οι άνθρωποι, όλος ο κόσμος από ένα πατέρα και από μίαν μητέρα είναι και κατά τούτο είμεσθεν όλοι αδελφοί, μόνον η πίστις μας χωρίζει»[15]. Όσο πιο πιστός και καλλιεργημένος πνευματικά είναι ο χριστιανός, τόσο περισσότερο σέβεται τούς συνανθρώπους του ανεξάρτητα από τη φυλή ή τη θρησκείας τους. Αν αυτό ισχύει γενικότερα πολύ περισσότερο ισχύει για τους ομοδόξους: «Φυσικόν μας είναι να αγαπούμεν τους αδελφούς μας, διατί είμαστε μιας φύσεως, έχομεν ένα βάπτισμα, μίαν πίστιν, τα Άχραντα Μυστήρια μεταλαμβάνομεν, ένα Παράδεισον ελπίζομεν να απολαύσωμεν»[16].
Αναφέρθηκε πιο πάνω ότι ο Πατροκοσμάς είναι εισηγητής της αρχής «της μη βίας», για την οποία είναι γνωστός σε παγκόσμιο επίπεδο ο μεγάλος ηγέτης της Ινδίας Μ. Γκάντι, αλλά και ο Ρώσος συγγραφέας Τολστόι. Πριν όμως από αυτούς ήταν πρώτος ο Χριστός που εισηγήθηκε την αρχή αυτή. Ίσως μας φανεί παράξενο, αλλά πρέπει να πούμε ότι ο άγιός μας ήταν κατά της ένοπλης βίας. «Ένα πράγμα σας συμβουλεύω, χριστιανοί μου: Αν θέλετε, να μαζώξετε όλοι σας τα άρματα, να τα δώσετε εις τους ζαπιτάδες και να τους ειπήτε: Δεν είναι εδικά μας. Εμάς ο Χριστός μας τον σταυρόν μας εχάρισε να έχωμεν και όχι άρματα»[17]. Και για να καταστήσει πιο προσιτή την αλήθεια αυτή, αναφέρει διάφορα παραδείγματα και στο τέλος απευθυνόμενος προς τους ακροατές του λέγει: «Δώσετέ μου ένα χαντζάρι. Σήκω απάνου η ευγένειά σου οπού βαστάς την πιστόλα. Εγώ τραβάω το μαχαίρι να σε σκοτώσω. Ειπέ την αλήθειαν: Ο νους ευθύς που επήγε; – Εις την πιστόλα. – Αφερούμου, κάθισε. Σήκω εσύ οπού δεν βαστάς άρματα. Θέλω να σε σκοτώσω. Ειπέ μου τώρα οπού δεν βαστάς άρματα ο νους σου που επήγε; – Εις τον Θεόν, άγιε του Θεού. – Λοιπόν έτσι και η ευγένειά σας πάντοτε την ελπίδα σας εις τον Θεόν να την έχετε και έτσι δεν φοβάσθε να πάθετε κανένα κακόν»[18].
Και εύλογα ανακύπτει το ερώτημα. Και τόσοι κληρικοί που πήραν στον αγώνα του 21 τα άρματα για τη λευτεριά; Πως αιτιολογείται η ένοπλη δράση τους. Με απόλυτα ευαγγελικά κριτήρια δεν αιτιολογείται. Ό,τι έκαναν, το έκαναν κατ’ οικονομίαν από αγάπη κι αυτοί για τους συνανθρώπους τους, και ευχόμαστε ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή τους. Η συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας ήταν επιφυλακτική, τους αναγνώρισε ως εθνομάρτυρες, αλλά δεν τους κατέταξε στο αγιολόγιό της, όπως συνέβη με τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Το έργο του ανθρώπου του Θεού είναι σε κάθε περίπτωση ειρηνικό, όποιο κι αν είναι το τίμημα. Το τίμημα στην περίπτωση του Πατροκοσμά ήταν το μαρτύριο. Το αίμα του μαρτυρίου και της προσωπικής ευθύνης πότισε με πνευματικό τρόπο το δένδρο της ελευθερίας.
Ε΄
Υπάρχει μια λαϊκή παροιμία, που ακούγεται πολύ συχνά στον τόπο μας. «Ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη». Όσο σοφή κι αν είναι η παροιμία αυτή, στην περίπτωση του Πατροκοσμά διαψεύδεται. Διότι μπορεί να ήταν ένας, αλλά προετοίμασε την πνευματική άνοιξη του γένους μας. Τα αποτελέσματα του πνευματικού του αγώνα φαίνονται ως σήμερα. Εδώ βρίσκει εφαρμογή αυτό που έχει λεχθεί, ότι «το έργο της προσωπικής τελειώσεως αποτελεί προϋπόθεση για τη μεταμόρφωση των κοινωνιών».
Μέτρο του αγίου Κοσμά η προσωπική θυσία για τη μεταλλαγή της κοινωνίας. Ο άνθρωπος του Θεού δε θυσιάζει άλλους για να σώσει τον κόσμο. Θυσιάζεται ο ίδιος στο βωμό της προσφοράς και της κοινωνικής ευθύνης. Αγωνίζεται ειρηνικά για τη μεταμόρφωση του κόσμου και της κοινωνίας. Η ανθρώπινη ζωή έχει γι’ αυτόν απεριόριστη αξία. Σέ κάθε περίπτωση προηγείται το ανθρώπινο πρόσωπο. Σκοπός του να κυριαρχούν σε αυτή η ειρήνη, η δικαιοσύνη, η τιμιότητα, η φιλοτιμία, η φιλοξενία, η αλληλεγγύη, η κοινωνική ευθύνη, το θυσιαστικό πνεύμα και τέλος η ανιδιοτελής αγάπη, η οποία σύμφωνα με τον άγιο Κοσμά, ο οποίος ακολουθεί το παράδειγμα του Χριστού, αγκαλιάζει και τους εχθρούς.
- Β. Τρ. Γιούλτση, Γενική Κοινωνιολογία, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 286.
- «Καί πρότερον δέ τη φύσει πόλις η οικία και έκαστος ημών εστιν». Πολιτικά 1,2, 1253a 18-19.
- Γ. Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική ηθική Ι, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 109.
- Διδαχές, εκδ. Ι. Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές (και Βιογραφία), εκδ. Τήνος, Αθήνα χ.χ., σ.117.
- Διδαχές, εκδ. Ι. Μενούνου, σ.121.
- Διδαχές, εκδ. Ι. Μενούνου, σ.130-131.
- Διδαχές, εκδ. Ι. Μενούνου, σ. 130.
- Διδαχές, εκδ. Ι. Μενούνου, σ. 143-144.
- Διδαχές, εκδ. Ι. Μενούνου, σ. 281-282.
- Διδαχές, εκδ. Ι. Μενούνου, σ. 271.
- Διδαχές, εκδ. Ι. Μενούνου, σ.265.
- Διδαχές, εκδ. Ι. Μενούνου, σ. 226-227.
- Διδαχές, εκδ. Ι. Μενούνου, σ. 137.
- Διδαχές, εκδ. Ι. Μενούνου, σ.142.
- Διδαχές, εκδ. Ι.Μενούνου, σ. 138.
- Διδαχές, εκδ. Ι.Μενούνου, σ. 123.
- Διδαχές, εκδ. Ι.Μενούνου, σ. 271.
- Διδαχές, εκδ. Ι.Μενούνου, σ. 272-272.