ΜΑΘΗΤΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΙΣ ΔΙΔΑΧΕΣ  ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ.

ΜΑΘΗΤΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΙΣ ΔΙΔΑΧΕΣ  ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ

 

π. Βασιλείου Ι. Καλλιακμάνη

 Καθηγητή Θεολογίας Α.Π.Θ.

 

 

Α΄

Στις 24 Αυγούστου τιμάται η μνήμη του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Αυτή την ημέρα στο Δήμο Θέρμου Αιτωλίας αλλά και αλλού γίνονται κάθε χρόνο λαμπρές εκδηλώσεις προς τιμήν του, οι οποίες συγκεντρώνουν πλήθη πιστών. Πρόκειται για μεγάλο Διδάσκαλο του γένους που αγωνίσθηκε για την πνευ­ματική ελευθερία των υποδούλων, η οποία δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την εθνική ανεξαρτησία. Ο Πατροκοσμάς εργάσθηκε ως λαϊκός Διδάχος, ως ιδρυτής σχολείων, ως εμπνευστής της τήρησης των ευαγγελικών εντολών και σφράγισε το θεοφιλές έργο του με το μαρτύριο. Έκτοτε ανήκει στον τίμιο χορό των νεομαρτύρων. Είναι δε παράδοξο, ότι την εορτή αυτή εισήγαγε και κα­θιέρωσε λίγα χρόνια μετά το θάνατό του ο περιβό­ητος Αλή Πασάς των Ιωαν­νίνων, διότι είδε να επιβεβαιώνονται στη ζωή του όλα  όσα του είχε πει ο άγιος. Αυτό δεν σημαίνει, ότι δεν είχε αναγνωριστεί ως άγιος από τη συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, αφού αμέσως μετά τον απαγχο­νισμό του συντά­χθηκε το Συναξάρι του και φιλοτεχνήθηκαν ιερές εικόνες προς τιμήν του.

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να μελετήσει κάποιος τις Διδαχές του, που κυκλοφορούν σε απλή νεοελληνική γλώσσα, για να κατανοήσει το μέγεθος της προσφοράς του στο υπόδουλο γένος. Ακόμη και στη σημερινή εποχή, πολλά από τα διδάγματά του να είναι λίαν επίκαιρα. Στο άρθρο αυτό με βάση τις Διδαχές του θα παρουσιαστεί ακροθιγώς η αμφίδρομη σχέση του καθενός ανθρώπου με την κοινωνία και η συμβολή της κοινωνικής ευθύνης  στη διαμόρφωση των κοινωνικών αντιλήψεων.

Β΄

Λέγεται συχνά, και αυτό τείνει να αποτελέσει βεβαιότητα, ότι η κοι­­­νω­νία διέρχεται κρίση. Τονίζονται τα αρ­νη­τι­κά φαινόμενα πού συμ­βαί­νουν σε αυτή και α­πα­ξιώνεται συλ­λήβ­δην η κοι­νωνική ζωή. Ο­πωσ­δή­πο­­τε υπάρχει ηθική κρίση πού αγ­γίζει συχνά τα όρια του αμοραλισμού. Εύστοχα έχει επισημανθεί η κρίση των θεσμών και των αξιών εμφανίζει στον αιώνα μας μια ιδιαίτερη έξαρση. Α­να­ρί­θ­μη­τες θεω­ρίες αμφι­σβητήσεως ευνόησαν τη διάδοση του ατομισμού, του μηδενισμού, του αναρχισμού, του ευδαιμονισμού και του αθεϊσμού σε μια απίθανη ποι­κι­λία μορφών. Το αποτέλεσμα ήταν να σχετικοποιηθεί η αξία του αν­θρώ­που και νά «περιφρονηθεί στη συνέχεια κάθε κοινωνική, ηθική, πνευ­μα­τι­κή, πολιτιστική και θρησκευτική αξία ή ποιότητα».

 

Από το άλλο μέρος στην κοι­νω­νία αυτή ζούμε, ερ­γα­ζό­μα­στε, δημιουρ­γούμε οικογένειες, αναπτύσ­σου­με κοι­­­νω­νι­κές σχέσεις και ποι­κίλες δρα­στη­ριότητες, πα­ρά­γουμε και κα­­τα­να­λώ­νουμε α­γαθά˙ α­ναπτύσσουμε πο­λιτισμό και εκφράζουμε τη χρι­στια­νική μας πίστη. Της κοινωνίας αυτής ακολουθούμε τη μόδα και κυνηγάμε τίς αρχές και τα ιδανικά, ενώ πα­ράλ­ληλα αμφισβητούμε τίς παραδεδομένες α­ξίες. Έτσι διαμορφώνεται η κοι­νωνική πραγματικότητα. Είναι όμως αρ­κε­τά δύσκολο να αιτιολογηθούν οι αφετηρίες και οι πηγές της αν­θρώ­πινης κοινωνικότητας και αυτό ο­φεί­λε­ται κυρίως στην άγνοια ορισμένων πτυχών της ανθρώπινης προ­σωπικότητας[1].

Εδώ δεν θα ασχοληθούμε αναλυτικά με τις διά­φο­ρες θεω­ρίες, που αναπτύχθηκαν για να ερμηνεύσουν το πολύπλοκο φαι­νόμενο της κοινω­νι­κό­τητας και να ερευνήσουν την αλληλεπίδραση α­νά­μεσα στον μεμονωμένο άνθρωπο και την κοινωνία. Θα θέσουμε ορι­σμέ­να ερωτήματα και στη συνέχεια θα δείξουμε ότι κι ένας ακόμη άνθρωπος, όταν εμπνέεται από το μήνυμα του Ευαγγελίου, μπορεί νά συμ­βάλ­λει καταλυτικά στη διαμόρφωση της κοι­νω­νίας.

Το βασικό ερώτημα πού τίθεται είναι το εξής: Η κοινωνία είναι δι­α­­φο­ρε­τική α­πό τούς ανθρώπους, τα άτομα δηλαδή πού τη συγκροτούν; Το θεμελιώδες αυτό ε­ρώ­τη­μα είναι πολύ παλαιό, αλλά ταυτόχρονα και σύγχρονο. Απα­σχό­λη­σε την αν­θρώ­πι­νη σκέψη από την αρχαι­ότη­τα ως τις μέρες μας. Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η κοι­νω­νία, ή ακρι­βέ­στε­ρα η «πόλις» προηγείται σέ σχέση με το άτομο[2].  Ο άνθρωπος είναι δη­­μιού­ρ­γη­μα της κοινωνίας θα υποστηρίξει ο Γάλλος Κοινωνιολόγος Emile Dur­kheim. Ενώ αντίθετα ο Γερμανός συνάδελφός του Max Weber θα πει ότι η κοινωνία είναι δημιούργημα του ανθρώπου. Ο πρώτος είδε την κοινωνική πραγματικότητα α­πό τη σκοπιά της συλλογικότητας.  Ο δεύ­τε­ρος την αντιμετώπισε από την οπτική του ενεργούντος προσώπου. Και οι δύο θέσεις είναι σωστές, αλλά δεν αποδίδουν όλη την κοινωνική πραγ­μα­τι­­κότητα[3].

 

Τελικά πού βρί­σκε­ται η αλήθεια; Η κοινωνία είναι διαφορετική από τούς αν­θρώ­πους πού τη συγκροτούν; Ο καθένας δεν συμ­βάλ­λει στη διαμόρφωσή της; Και αν δεχθούμε ότι η κοινωνία «χάλασε», εμείς είμαστε άμοιροι και ανεύ­θυνοι για τη διάβ­ρω­σή της; Συχνά ρίχνου­με τα βάρη της κακοδαι­μο­νίας στη νέα γενιά. Αλλά και τα νέα παιδιά, δεν είναι δικά μας παι­διά; Σάρκα από τη σάρκα μας και κόκαλα από τα κόκαλά μας; Παιδιά πού τα γεννήσαμε, τα αναθρέψαμε και τα πε­ρι­βά­λα­με με την α­γά­πη και τη στοργή μας; Άλλες πάλι φορές ρίχνουμε την ευθύνη για τη διάβρωση της κοινωνίας στα μέσα γενικής ενημέρωσης και ιδιαίτερα στην τηλεόραση και τα κοινωνικά δίκτυα. Κι αυτά όντως έχουν μεγάλο με­ρίδιο ευθύνης στη δια­μόρ­φωση της κοινωνικής πραγμα­τικό­τη­τας, αλ­λά εμείς με τις επιλογές που κάνουμε όταν κρατάμε το τηλεκοντρόλ ή πατάμε like δε δια­μο­ρφώ­νου­με το διαδικτυακό περιβάλλον και τα πο­σο­στά της τηλε­θέ­ασης; Χάλασε λοι­­πόν η κοι­νω­νία; Ή μή­πως δεν χάλασε τόσο, όσο νο­μί­ζουμε; Απλώς προ­­βάλ­λε­ται σκανδαλωδώς το κοινωνικό κα­κό και περιθωριακά γεγονότα της σύγχρονης εποχής;  Κι εμείς μένουμε απαθείς θεατές, χω­ρίς να ανα­λαμ­βάνουμε το μερίδιο ευθύνης που μας αναλογεί για τη δια­μόρ­φωση της κοινωνίας.

Γ΄

Αναπτύχθηκε ο παραπάνω προβληματισμός, δι­ότι με­λε­τώ­ντας την ιστο­ρία της Εκκλησίας διαπιστώνει ο ερευνητής ότι υπήρξαν ανα­στή­ματα που με τη βιωτή, τα συγ­­γράμματα και τη δράση τους κα­τε­κό­σμη­σαν τα ήθη των ανθρώπων και συ­νέ­βαλαν στην πνευματική μεταμόρφωση της κοινωνίας. Ένα τέτοιο ανάστημα υπήρξε ο άγιος Κοσμάς ο Αι­τω­λός, ο Προ­­φήτης του Γέ­νους, ο οποίος δεν επηρεάσθηκε από την κυριαρχούσα κοι­νωνική αντίληψη της εποχής του˙ την αντίληψη του βολέ­μα­τος, του ωχαδερφισμού, της αμά­θειας και του εφησυχασμού. Ο Πατρο­κο­σμάς α­κο­­­λου­θώ­­ντας τον Χρι­­­στό πήρε στον ώμο το σταυρό της δικής του προσωπικής και κοινωνικής ευθύνης και αγωνίσθηκε να με­ταμο­ρφώ­σει την κοινωνία. Κι όχι μόνο το πέτυχε, αλλά βρέθηκε πολύ μπροστά από την ε­πο­χή του. Κι ενώ έχουν περάσει δύο και πλέον αιώνες από το θάνατό του, η μνήμη του παρα­μέ­νει ζω­ντανή και οι Διδαχές του είναι πά­ντο­τε ε­πίκαι­ρες.

 

Το ερώτημα που αναδύεται είναι: Πώς το πέτυχε αυτό; Ανα­φέ­ρουμε προ­οιμιακά, ότι αγωνίσθηκε καταρχήν για τη μεταμό­ρφω­ση της δικής του προ­σω­πι­κότητας και εν συνεχεία  ξεκίνησε το ανα­γεν­νη­τικό του έργο. Έτσι, ό,τι έλεγε και ό,τι έπραττε ήταν μπολιασμένο με τον κό­πο και τον ιδρώτα της άσκησης και το άρωμα της αγάπης του Θεού. Το κήρυγμά του δεν αποτελούσε απλή ιδεολογία, είχε στε­ρεή αφετηρία και πρα­­κτι­κές προεκτάσεις.  Το ανήσυχο πνεύμα του τον οδή­­γησε σε αρ­­κε­­τές ι­ε­­ρα­πο­στο­λικές περιοδείες κάτω από δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες. Τον συναντούμε στο Άγιον Όρος, όπου ασκείται για δεκαεπτά χρόνια, την Κωνσταντινού­πολη, την Ήπειρο, την Μα­κεδονία, την Θεσσαλία, την Στερεά Ελλάδα, την Αι­τω­λία, τα νη­σιά του Ιονίου και Αιγαίου Πελάγους αλλά και σέ πολλά μέ­ρη της Ελ­­­­λά­δος. Παντού διδάσκει μετα­φέ­ροντας το ζωογόνο πνεύμα του Ευαγ­γε­λίου.  Ο­δηγός του η αγάπη για το σκλαβωμένο γένος. Στην η­συ­χία της Μονής Φιλοθέου ανακαλύπτει τον σωτήριο βιβλικό λόγο, του εν­δια­φέ­ρο­ντος δη­λα­δή για τη σωτηρία των αδελφών και ότι το πρα­γμα­τικό συμ­φέρον του χριστιανού βρίσκεται στην ωφέλεια των συναν­θρώ­πων του. Να τί διηγείται ο ίδιος: «Σιμά εις τα άλλα εύρηκα και τούτον τον λόγον όπου λέγει ο Χριστός μας πώς δεν πρέπει κανένας χριστιανός άνδρας ή γυναίκα, να φροντίζει διά λόγου του μόνον πως νά σωθή, αλλά νά φροντίζει και διά τούς αδελφούς του. Και όποιος φροντίζει μό­νον διά του λό­γου του και δεν φροντίζει και διά τούς αδελφούς του εκείνος θα κο­λα­­σθή»[4]. Αυτός ο λόγος τον έτρωγε όπως το σκουλήκι το ξύλο. Γι’  αυ­τό και άφησε την «ειδικήν του προκοπήν», και το «εδικόν του καλόν» και άρ­χι­σε τη διδασκαλία του κη­ρύγματός του, για την ωφέλεια των αδελφών του. Ο Θεός όχι μόνο δεν τον άφησε να χαθεί, αλλά τον αξίωσε της με­γά­λης τιμής του μαρτυ­ρίου και της αγιότητας.

 

Δ΄

Ο άγιος Κοσμάς ασχολήθηκε με όλα σχεδόν τα προβλήματα πού απα­­σχόλησαν την εποχή του, αλλά και τον άνθρωπο προ­σω­πικά. Επειδή είχε γυμνάσει τις πνευ­μα­τι­κές του αισθήσεις και είχε φωτισθεί ο νους του από τη ζωογόνο χάρη του Αγίου Πνεύ­ματος, έβλεπε καθαρά και ξάστερα την κοινωνική πραγματικότητα. Με τη δέσμη του εσωτερικού φωτός της διάκρισης έγινε σπουδαίος ανατόμος της κοι­νω­νίας της εποχής του. Στις Διδαχές του α­να­φέρεται στην κοινωνική δικαιο­σύνη, στη δίκαιη φο­­ρο­λο­γία, στην ενότητα του ανθρωπίνου γένους και την αποφυγή του ρατσισμού και του εθ­νοφυλετισμού, στην αξία της εργασίας, στην ισο­τιμία άνδρα και γυ­ναί­κας, στην αποφυγή της πο­λυ­τέ­λειας, στην ολι­γάρ­κεια, αλλά και την ίδρυση κοινωφελών έργων και μά­λιστα σχολείων. Με το αγιοπνευματικό του κή­ρυγμα καταπο­λέ­μη­σε το φαι­­νό­με­νο της λη­στείας και εισηγήθηκε για την αντιμετώπιση του κοινωνικού κακού την αρχή «της μη βίας» πολ­λά χρόνια πριν από τον Μ. Γκάντι.

Θα θέλαμε πολύ χρόνο για να αναφερθούμε διεξοδικά σε όλα αυτά τα θέ­μα­τα. Θα περιοριστούμε στη συνοπτική παρουσίαση ορισμέ­νων από αυτά με α­να­φο­ρές στον άμεσο, ζωντανό και αγιοπνευματικό του λόγο.

Ο Πατροκοσμάς απέδιδε μεγάλη αξία στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι το στο­λίδι της γης. Για τον άνθρωπο δημι­ου­ργήθηκε ο κτιστός κό­σμος, η δημιουργία. «Και πρώτον έχομεν χρέος να αγαπούμεν τόν Θεόν μας, διατί μας εχάρισε τόσην γην μεγάλην, ευ­ρύ­χω­ρον εδώ πρό­σκαιρα να κατοικούμεν, τόσες χιλιάδες μυριάδες χόρτα, φυ­τά, βρύ­σες, ποταμούς, πη­γάδια, θάλασσα, ψάρια, αέρα, ημέρα, νύκτα, φωτιά, ου­ρα­­νόν, άστρα, ή­λιον, φεγγάρι. Όλα αυτά διά ποίον τα έκαμε; Διά τ’  εμάς. Τί μας ε­χρε­­ω­­στούσε; τίποτε. Όλα χάρισμα»[5].  Ο άνθρωπος είναι άρχοντας της κτί­σεως. Αποτελείται από ψυχή και σώμα. Είναι ενιαία ψυχο­σω­μα­τι­κή ο­ντό­τητα. Η προ­τε­ραι­ό­τη­τα δίδεται από τον άγιο μας στην ψυχή, η οποία ταυ­τίζεται με την ίδια τη ζωή του. Διδάσκει με έμφαση: «Η ψυ­χή είναι άνθρωπος˙ η ψυχή είναι όπου βλέπει, ακούει, ομιλεί, πιάνει, περιπατεί, μανθάνει γράμματα, τέχνες, επιστήμες, η ψυχή είναι που δίνει ζωή εις το σώμα και δεν το αφήνει νά βρωμήση και, καθώς έβγη  η ψυ­χή, βλέπετε φανερά και ευθύς βρωμά και σκουληκιάζει το σώμα, διατί δεν είναι άνθρωπος». Με το θάνατο «το κορμί έχει τα μάτια του, μα δεν βλέ­πει, έχει τα αυτιά του, μα δεν α­κού­ει, έχει το στόμα του, μα δεν ομιλεί, έχει τα χέρια του, μα δεν πι­άνει, έχει τα ποδάρια του, μα δεν περιπατεί. Ίσια είναι η πέτρα, ίσια και το σώμα χωρίς ψυχήν»[6].

Το πα­ρα­­πά­νω απόσπασμα δεν υποκρύπτει κα­νέ­να μα­νι­χαϊ­στι­κό πνεύμα. Ο λαϊ­κός Δι­δά­χος προτάσσει την αξία της ψυχής, δίχως να υποτιμά το σώμα.  Το σώμα όμως πρέπει νά είναι υπηρέτης της ψυχής και να υ­πο­­τάσ­σεται σε αυτή. Τονίζει στους ακρο­α­τές του με έμφαση: «Κάμετε το σώμα σας δούλον και την ψυχήν κυρά και τότε νά λέγεσθε άνθρωποι»[7]. Όταν όμως κυριαρχούν τα πάθη και τα κατώ­τε­­ρα ένστικτα, οι άνθρωποι προ­­σο­μοιάζουν με τα άλογα ζώα, και η κοι­νω­­νία μετατρέπεται σε ζούγκλα.

Στη διδασκαλία και τη ζωή του Πατρο­κο­σμά δια­φαί­νεται η α­νε­στι­ό­τη­τα της χριστιανικής του συνείδησης, αλλά και η έντονη α­να­μο­νή της βασιλείας του Θεού. Υ­πάρχει όμως μια ισορ­ρο­πία ιστορίας και εσχα­τολογίας. Δεν πα­ρα­γνωρίζει τα πρά­γ­ματα του κόσμου, αλλά δεν τα αυτονομεί από το σκοπό της δημιουργίας. «Εμείς ε­δώ, χριστιανοί μου, δεν έχομεν πατρίδα.  Ετούτη η γη  δεν είναι δική μας, είναι διά τα ζώα, η θά­­­λασσα διά τα ψάρια, ο αέρας διά τα πετεινά. Διά τούτο ο πανάγαθος Θε­­­ός μας έκαμε με το κεφάλι ορθούς και μας έβαλεν τον νουν εις το α­πά­νω μέ­­ρος, εις την κεφαλήν, διά να στοχα­ζώ­μασθε πάντοτε την ου­ρά­νιον βα­­σι­λεί­αν, την αληθινήν πα­τρίδα μας, διατί εδώ εις ετούτον τον κόσμον, καν βα­σι­λείς να γένωμεν, δεν η­μπο­ρού­μεν να αναπαυθούμεν… Διατί εδώ δεν έχει κανένας πατρίδα. Πατρίδα έχομεν, καθώς είπαμεν, την ουράνιον βασιλείαν»[8]. Αυτό δε ση­μαί­νει ότι δεν αγαπούσε τη γήινη πατρίδα του και τούς ανθρώπους της, για τούς ο­ποί­ους άλλωστε θυσι­ά­στηκε, αλ­λά είχε πάντοτε στραμμένο το νου και την καρ­διά του προς τη βα­σιλεία του Θεού. Προς την κατεύθυνση αυτή προσα­να­τόλιζε και τους Χρι­στιανούς. Φρό­ντιζε όμως για την οικοδόμηση υγιούς κοινωνίας.

Για να οικοδομηθεί σωστά η κοινωνία χρειάζεται υπεύθυνους  πο­λίτες, αλλά και άξιους πολιτικούς και πνευματικούς ηγέτες. Η υγιής κοι­νω­νία στηρίζεται στην κοι­νωνική δικαιοσύνη, την ομαλή κοινωνική συμ­βίω­ση και τον αμοιβαίο σεβασμό αρχόντων και αρχομένων. Κάθε εκ­κλησιαστικό ή κοσμικό αξίωμα αποτελεί δια­κό­νημα και υ­πη­ρεσία, με την κυ­ριο­λεξία του υπηρετείν τον συνάνθρωπο. Δεν μπορεί να αποτελεί μέ­σο προσπορισμού αγαθών και τιμη­τικών διακρίσεων, αλλά πε­δίο ασκή­σε­ως της φιλοτιμίας και της αγάπης. Ο άγιός μας συμβουλεύει τούς προεστούς να κα­τα­­νέ­μουν δίκαια τούς φόρους, αλλά και τους πολίτες να σέβονται τους προεστούς. «Οι προεστοί όπου είστε εις τες χώρες και τα χωρία σώνεσθε, μα πώς σώνεσθε; Να αγαπάτε όλους τους χρι­στι­ανούς καθώς αγαπάτε και τα παιδιά σας και νά τους ρίχ­νε­τε και τα χρέγια κατά την  δύναμιν  του   κάθε   ενός  και να μη κά­μ­­­νε­­τε φι­λο­προ­σω­πί­ες και ρίχνετε των φίλων σας  ολιγότερον, διατί βά­νε­τε φωτίαν και καί­εσθε. Ο­μοίως  εσείς οι κοσμικοί, οι κατώτεροι, να αγαπάτε και να τιμάτε τους προε­στούς σας και να παρακαλείτε τον Θεόν διά την ψυχήν τους και διά την ζω­ήν τους. Δεν βλέπετε πόσους πει­ρα­σμούς έχουν και υπομένουν διά εσάς τους κατωτέρους; Ό,τι χρεία τύχη της χώρας τους προ­εστούς γυ­ρεύουν και εσείς κοιμάσθε ξέγνοιαστοι»[9].

 Συνιστά νά πλη­ρώνονται οι φόροι ανα­λο­γι­κά και σύμφωνα με τις οικονομικές δυ­να­τό­τητες του κα­θενός. Θα λέγαμε με σημερινή ορολογία, ότι εισηγείται μια δίκαιη φορο­λο­γική κλί­μα­κα. Τη δυσβάσταχτη φο­ρο­λο­γία της εποχής την παρομοιάζει και τη συσχετίζει με τα μαρτύρια των μαρτύρων και την άσκηση των ασκητών. «Ομοίως να χαίρεσθε και να ευφραίνεσθε όταν πλη­ρώ­νετε τα χρέγια σας, τα χαράτσια σας, τες δε­κα­τιές σας, διατί καθώς οι Μάρτυρες έχυσαν το αίμα τους και αγόρασαν τόν Παράδεισον και οι Α­σκηταί με την ασκητικήν τους ζωήν, έτσι και οι χριστιανοί με τα άσπρα οπού δίνουν τήν σή­μερον, με εκείνα αγοράζουν τον Παράδεισον».[10] Κι αυτά λέγονται σε μια εποχή που πολλοί χριστιανοί λόγω της βαριάς φορολογίας και των στερήσεων εξισλα­μίζονταν.

Ταυτόχρονα είναι εισηγητής και της ποιμαντικής κλίμακας. Δεν ζητάει από όσους αδυνατούν το απόλυτο της εφαρμογής των ευαγγελικών λόγων. Ας κάνει ο καθένας αυτό πού μπορεί, ώστε να αρχίσει η ανάβαση της πνευματικής κλίμακας. Έτσι αναφέρει το παράδειγμα ενός ε­πι­σκόπου που πούλησε τα υπάρχοντά του και στο τέλος πωλήθηκε και ο ίδιος σκλάβος για να ελευθερώσει εκατό ανθρώ­πους. Αυτή είναι η τέλεια α­γά­πη. Υ­πάρχουν όμως και άλλες διαβα­θμί­σεις. «Δεν ημπορείς να το κάμεις αυτό, κάμε άλ­λο: Μη πουληθείς εσύ σκλάβος, μόνον πούλησε τα πράγματά σου, δώσε τα όλα ε­λεη­μοσύνην, το κάμνεις; Ακόμη βαρύ σέ φαίνεται και αυτό. Ας έλθωμεν πα­ρα­κά­τω. Δεν ημπορείς να δώσεις όλα σου τα πράγ­μα­­τα, δώσε από τα μισά, δώσε από τα τρί­τα, δώσε από τα πέντε ένα. Α­κό­μη βαρύ σέ φαίνεται; Κάμε άλλο, δώσε από τα ο­κτώ, δώσε από τα δέκα ένα, το κάμνεις; Ακόμη βαρύ σέ φαίνεται; Κάμε άλλο, μη κά­μης ελεημο­σύνην, μη πουληθής σκλάβος, ας έλθωμεν παρακάτω: μη πάρης το ψωμί του αδελφού σου, μη πάρης το εξωφόρι του, μη τον κατατρέχης, μη τον τρως με την γλώσσαν σου. Μήτε και αυτό το κάμνεις; Ας έλθω­μεν παρακάτου, κάμε άλλο: Τον εύρηκες τον αδελφόν σου μέσα εις την λάσπην και δεν θέλεις νά τόν ευγάλης. Καλά, δεν θέλεις νά του κάμης καλό, μη του κάμης κακόν, άφησέ τονε. Πως θέλομεν να σωθούμεν, α­δελ­φοί μου; Το ένα μας φαίνεται βαρύ, το άλλο βαρύ. Πού νά πάμε πα­ρα­­κάτου, δεν έχομεν να καταβούμεν. Ο Θεός είναι εύσπλαχνος, ναι, μα είναι και δίκαιος, έχει και ράβδον σιδηράν»[11].

Με έντονο τρόπο καταφέρεται κατά της αδικίας. «Εσύ πάλιν οπού η­δί­­κησες τους αδελφούς σου και ήκουσες οπού είπα να σε συγχω­ρέ­σουν, μη χαίρεσαι, αλλά μά­λιστα νά κλαις  και να θρη­νής, διατί αυτή η συγ­χώ­ρη­­σις σου έγινε φωτιά εις το κε­φά­λι σου, α­νί­σως και δεν επι­στρέ­ψης το άδικον οπίσω, να κλαύσης, να παρακαλέσης να σε συγχωρέσουν εκείνοι ο­πού αδί­κησες…. Διά τούτο, αδελφοί μου, όσοι αδική­σα­τε ή χριστιανούς ή Τούρ­κους ή Εβραίους ή Φράγκους να δώσετε το άδικον οπίσω, δια­τί είναι κα­­­τη­­ραμένον και δεν βλέπετε καμμίαν προ­κοπήν»[12]. Είναι αξιοπρόσεκτο και πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο άγιός μας δε δέχεται την αδικία σε κανέναν άνθρωπο, ρωμιό, τούρκο, εβραίο, φρά­γκο κ.λπ. Ενώ ταυτόχρονα τονίζει την μεγάλη αξία του κόπου, του μόχ­θου και της τίμιας εργασίας, η οποία μπορεί να γίνει πηγή χαράς για τον άνθρωπο. «Διά τούτο, α­δελ­φοί μου, νά χαίρεσθε και να ευφραίνεστε χι­λι­ά­δες φορές όσοι ζήτε και βγά­νετε το ψωμί σας με τον κόπον σας, με τον ι­δρώ­τα σας,  διατί εκείνο το ψωμί είναι ευλογημένον, και, αν θέλης, δώσε κομ­μάτι από εκείνο το ψωμί του πτωχού, με εκείνο αγοράζεις τον Πα­ρά­δει­σο». Και εκφράζει το άμεσο εν­διαφέρον του ρωτώντας: «Εδώ πως πηγαίνετε χριστιανοί μου; Όλοι με τον κόπον σας ζήτε ή με αδικίες; Αν είστε χριστιανοί, με τον κόπον σας νά ζήτε, εκείνο το ευλογεί ο Θεός, το άδικο το καταράται»[13].

Πάνω στην αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης στή­ριζε και την ίδρυση των σχο­λείων. Είναι κατά τούς νεώτερους χρόνους ο πρώτος εισηγητής της δωρεάν παι­δείας. Ας μνημονεύσουμε και πάλι τα λόγια του: «Α­­μή δεν είναι καλά νά βάλετε όλοι σας να κάμετε ένα ρεφενέ, να βά­λε­τε και επιτρόπους να το κυβερνούν το σχολείον, να βάνουν διδά­σκα­λον να μανθάνουν όλα τα παιδιά και πλού­σια και πτωχά χωρίς νά πλη­­ρώνουν;»[14]. Φρό­ντιζε επίσης και για την ε­θε­­λοντική χρημα­το­δό­τηση των σχο­λείων και παρακινούσε τους Χρι­στι­α­νούς να προσφέρουν «το κα­τά δύναμιν και προ­αί­ρεσιν εξ ιδίων πόνων ή κοινώς από την χώραν ή και α­πό βακού­φια», προκειμένου αυτά να λειτουργούν απρό­σκο­πτα.  Έβλεπε τα σχολεία ως χώ­ρους, όπου τα παι­­διά θα προ­σοι­κειώ­νο­νταν την ορθό­δο­ξη πί­στη. Συ­νέδεε άριστα την πίστη με τη γνώση.

Ο άγιος Κοσμάς κήρυττε την ενότητα του ανθρωπίνου γένους. Θεωρούσε όλους τους αν­θρώ­πους παιδιά του Θεού.  Υπάρχει βέ­βαια η διαφορά της πί­στεως. Αυτή όμως η διαφορά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να γίνει αι­τία περι­φρό­νη­σης ή μί­σους προς τους άλλους αν­θρώ­πους. Να τι λέγει ο  ίδιος: «Και όλοι οι άνθρωποι, όλος ο κόσμος από ένα πατέρα και από μίαν μητέρα είναι και κατά τούτο είμεσθεν όλοι α­δελ­φοί, μόνον η πί­στις μας χω­ρί­ζει»[15]. Όσο πιο πιστός και καλλιεργημένος πνευ­μα­τι­κά είναι ο χρι­στι­ανός, τόσο περισσότερο σέβεται τούς συναν­θρώ­­πους του ανεξάρτητα από τη  φυλή ή τη θρησκείας τους. Αν αυτό ισχύει γε­νι­κό­τερα πολύ περισσότερο ισχύει για τους ομοδόξους: «Φυσικόν μας είναι να αγαπούμεν τους αδελφούς μας, διατί είμαστε μιας φύσεως, έ­χο­μεν ένα βάπτισμα, μίαν πίστιν, τα Άχραντα Μυστήρια μετα­λαμβάνομεν, ένα Παράδεισον ελπίζομεν να απολαύσωμεν»[16].

Αναφέρθηκε πιο πάνω ότι ο Πατροκοσμάς είναι εισηγητής της αρχής «της μη βίας», για την οποία είναι γνωστός σε παγκόσμιο επί­πε­δο ο μεγάλος ηγέτης της Ιν­δίας Μ. Γκάντι, αλλά και ο Ρώσος συγ­γρα­φέας Τολστόι. Πριν όμως από αυτούς ήταν πρώτος ο Χριστός που εισηγήθηκε την αρχή αυτή. Ίσως μας φανεί παράξενο, αλλά πρέ­πει να πούμε ότι ο άγιός μας ήταν κατά της ένοπλης βίας. «Ένα πράγμα σας συμβου­λεύω, χριστιανοί μου: Αν θέλετε, να μαζώξετε όλοι σας τα άρματα, να τα δώσετε εις τους ζαπιτάδες και να τους ειπήτε: Δεν είναι εδικά μας. Εμάς ο Χριστός μας τον σταυ­ρόν μας εχάρισε να έχωμεν και όχι άρματα»[17]. Και για να κα­τα­στήσει πιο προ­σι­τή την αλήθεια αυτή, αναφέρει διάφορα παρα­δεί­γματα και στο τέλος απευθυνόμενος προς τους ακροατές του λέγει: «Δώ­σε­τέ μου ένα χαντζάρι. Σήκω απάνου η ευγένειά σου οπού βαστάς την πιστόλα. Ε­γώ τραβάω το μαχαίρι να σε σκοτώσω. Ει­πέ την α­λή­θειαν: Ο νους ευθύς που επήγε; – Εις την πιστόλα. – Αφε­ρού­­μου, κάθισε. Σήκω ε­σύ οπού δεν βαστάς άρματα. Θέλω να σε σκο­τώσω. Ειπέ μου τώρα οπού δεν βαστάς άρματα ο νους σου που επήγε; – Εις τον Θεόν, άγιε του Θεού. – Λοιπόν έτσι και η ευ­γένειά σας πάντοτε την ελπίδα σας εις τον Θεόν να την έχετε και έτσι δεν φοβάσθε να πάθετε κα­νένα κακόν»[18].

Και εύλογα ανακύπτει το ερώτημα. Και τόσοι κληρικοί που πήραν στον αγώνα του 21 τα άρματα για τη λευτεριά; Πως αιτιολογείται η ένοπλη δράση τους. Με απόλυτα ευαγγελικά κριτήρια δεν αιτιολογείται. Ό,τι έκαναν, το έκαναν κατ’ οικο­νο­μίαν από αγάπη κι αυτοί για τους συνανθρώπους τους, και ευχόμαστε ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή τους. Η συνείδηση του πληρώματος της Εκ­κλησίας ήταν επι­φυ­λα­κτική, τους αναγνώ­ρισε ως εθνομάρτυρες, αλλά δεν τους κατέταξε στο αγιολόγιό της, όπως συνέβη με τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Το έργο του αν­θρώπου του Θεού είναι σε κάθε περίπτωση ειρηνικό, όποιο κι αν είναι το τίμημα. Το τίμημα στην περίπτωση του Πατροκοσμά ήταν το μαρτύ­ριο. Το αίμα του μαρτυρίου και της προσωπικής ευθύνης πότισε με πνευ­μα­τικό τρόπο το δένδρο της ελευθερίας.

Ε΄

Υπάρχει μια λαϊκή παροιμία, που ακούγεται πολύ συχνά στον τόπο μας. «Ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη». Όσο σοφή κι αν είναι η πα­ροι­μία αυτή, στην πε­ρί­πτω­ση του Πα­τρο­κοσμά διαψεύδεται. Διότι μπορεί να ήταν ένας, αλλά προετοίμασε την πνευματική άνοιξη του γένους μας. Τα αποτελέσματα του πνευματικού του α­γώ­να φαίνονται ως σήμερα. Εδώ βρίσκει εφαρμογή αυτό που έχει λεχθεί, ότι «το έργο της προσωπικής τελειώσεως  αποτελεί προϋπόθεση για τη μεταμόρφωση των κοινωνιών».

Μέτρο του αγίου Κοσμά η προσωπική θυσία για τη μεταλλαγή της κοινωνίας. Ο άνθρωπος του Θεού δε θυσιάζει άλλους για να σώ­σει τον κόσμο. Θυσιάζεται ο ίδιος στο βωμό της προσφοράς και της κοινωνικής ευθύνης. Αγωνίζεται ειρηνικά για τη μεταμόρφωση του κό­σμου και της κοινωνίας. Η ανθρώπινη ζωή έχει γι’ αυτόν απε­ριό­ριστη αξία. Σέ κάθε περί­πτω­ση προηγείται το ανθρώπινο πρόσωπο. Σκο­πός του να κυριαρχούν σε αυτή η ειρήνη, η δι­καιο­σύνη, η τιμιότητα, η φι­λοτιμία, η φι­λο­ξενία, η αλληλεγγύη, η κοινωνική ευθύνη, το θυ­σια­στι­κό πνεύμα και τέλος η ανιδιοτελής αγάπη, η οποία σύμφωνα με τον άγιο Κοσμά, ο οποίος ακολουθεί το παράδειγμα του Χριστού, αγκαλιάζει και τους εχθρούς.

  1. Β. Τρ. Γιούλτση, Γενική Κοινωνιολογία, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 286.
  2. «Καί πρότερον δέ τη φύσει πόλις η οικία και έκαστος ημών εστιν». Πολιτικά 1,2, 1253a 18-19.
  3. Γ. Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική ηθική Ι, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 109.
  4. Διδαχές, εκδ. Ι. Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές (και Βιογραφία), εκδ. Τήνος, Αθήνα χ.χ.,   σ.117.
  1. Διδαχές, εκδ. Ι. Μενούνου, σ.121.
  2. Διδαχές, εκδ. Ι. Μενούνου, σ.130-131.
  3. Διδαχές, εκδ. Ι. Μενούνου, σ. 130.
  4. Διδαχές, εκδ. Ι. Μενούνου, σ. 143-144.
  5. Διδαχές, εκδ. Ι. Μενούνου, σ. 281-282.
  6. Διδαχές, εκδ. Ι. Μενούνου, σ. 271.
  7. Διδαχές, εκδ. Ι. Μενούνου, σ.265.
  8. Διδαχές, εκδ. Ι. Μενούνου, σ. 226-227.
  9. Διδαχές, εκδ. Ι. Μενούνου, σ. 137.
  10. Διδαχές, εκδ. Ι. Μενούνου, σ.142.
  11. Διδαχές, εκδ. Ι.Μενούνου, σ. 138.
  12. Διδαχές, εκδ. Ι.Μενούνου, σ. 123.
  13. Διδαχές, εκδ. Ι.Μενούνου, σ. 271.
  14. Διδαχές, εκδ. Ι.Μενούνου, σ. 272-272.