Ο αμφισβητούμενος άγιος και η πολιτική εξουσία

Ο αμφισβητούμενος άγιος και η πολιτική εξουσία

π.ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ι. ΚΑΛΛΙΑΚΜΑΝΗΣ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ Α.Π.ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

 

«Όλοι όσοι θέλουν να επηρεάσουν άλλους ανθρώπους, ασκούν πολιτική, και είναι πολιτικοί. Πολιτική σημαίνει να προσπαθείς να οργανώσεις την Πόλιν με ένα νέο τρόπο σκέψης. Οι άγιοι είναι πολιτικοί. Ποτέ δεν πίστεψα ότι μπορείς να διαχωρίσεις την πίστη προς τους Αγίους από τη διανόηση». Αυτά έλεγε σε συνέντευξή του ο Άγγλος βυζαντινολόγος, Steven Runciman (1903- 2000) στις δημοσιογράφους Χρ. Αράπογλου και Λ. Θωμά για λογαριασμό της ΕΤ3, που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του ραδιοφωνικού σταθμού Flash.gr.

Τα λεγόμενα του Άγγλου βυζαντινολόγου μπορεί να ξαφνιάζουν, αλλά γεννούν το εύλογο ερώτημα: Αν κάποιος δεν είναι έτοιμος να διακονήσει τον λαό με πνεύμα δικαιοσύνης και αυταπάρνησης, αλλά και να θυσιάσει αν χρειασθεί αξιώματα, πλούτη, δόξα, τιμές, αλλά και το ναρκισσισμό του για το κοινό καλό, μπορεί να ασκεί πολιτική; Διότι, οι άγιοι, διαχρονικά, ήταν έτοιμοι να ξεβολευτούν, να κάψουν την «καλύβα» τους, να πάνε κόντρα στο ρεύμα, ακόμη και να μαρτυρήσουν για την πίστη τους. Και η εμμονή στην ορθόδοξη πίστη δεν αποσκοπούσε στο ατομικό συμφέρον, αλλά στη διασφάλιση της πνευματικής ελευθερίας και της εν Χριστώ σωτηρίας όλων των ανθρώπων.

Τα παραπάνω γράφονται με αφορμή την εορτή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, που η Εκκλησία τιμά στις 21 Μαΐου. Βέβαια, η αγιότητα του Μ. Κωνσταντίνου έχει αμφισβητηθεί έντονα, κυρίως μετά τις εμπαθείς απόψεις εναντίον του Βυζαντίου, που διατύπωσε ο Άγγλος ιστορικός φιλόσοφος Edward Gibbon (1737-1794). Ο Gibbon,  για να πλήξει το Βυζάντιο, έπρεπε να «καθαιρέσει» τον πρώτο χριστιανό αυτοκράτορα. Ενώ όμως, οι απόψεις του Gibbon έχουν αποδομηθεί από μεταγενέστερους ιστορικούς, με αποκορύφωση την περίπτωση του Runciman, στη χώρα μας η αμφισβήτηση του Μ. Κωνσταντίνου στηρίχθηκε κυρίως σε αυτές και ενισχύθηκε από άλλες ιδεολογικοπολιτικές αιτίες.

Παρόλα αυτά, στη εκκλησιαστική συνείδηση ο Μ. Κωνσταντίνος αναγνωρίσθηκε ως άγιος, ο λαός τον ευλαβείται, έκτισε προς τιμήν του περικαλλείς ναούς και βαπτίζει παιδιά με το όνομά του. Ενδεικτικά θα αναφερθούν κάποιες αποφάσεις του πριν καν βαπτισθεί, που δείχνουν την ευρύτητα, τη μεγαλοψυχία και την αρετή του ανδρός. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν έκανε λάθη. Αλλά ο τελικός απολογισμός κρίνεται θετικότατος.

Καταρχήν, η παύση των διωγμών και η αναγνώριση της ανεξιθρησκίας ήταν καθοριστικές, όχι μόνο για την πορεία του χριστιανισμού αλλά και για τον εξανθρωπισμό της ελληνορωμαϊκής κοινωνίας, η οποία βρισκόταν σε παρακμή. Η σύγκλιση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και η συμβολή του Μ. Κωνσταντίνου στην ειρήνευση της Εκκλησίας, που σημαίνει και ειρήνευση του λαού, θεωρείται καταλυτική. Σημαντική ήταν η απόφασή του να απαγορευθεί η λατρεία του αυτοκράτορα και η τιμή του ως Θεού. Επίσης, οι μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό σύστημα και η προστασία των αδυνάτων, ο έλεγχος και η επιτίμηση των πλεονεκτών καθώς και η αναζήτηση του μέτρου σε θέματα διοίκησης, αναχαίτισαν την παρακμή και έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη και την πρόοδο.

Ακόμη, ο Μ. Κωνσταντίνος προνοούσε στους πολέμους όχι μόνο για τους στρατιώτες του, αλλά και για τους αιχμαλώτους βαρβάρους, ανατρέποντας την κυριαρχούσα τότε αντίληψη. Διέτασσε τούς στρατιώτες, όταν κερδίζουν μια μάχη να σέβονται τη ζωή των αιχμαλώτων, διότι και αυτοί ως άνθρωποι είναι «ομογενούς φύσεως». Χαλιναγωγούσε τον θυμό και τους δελέαζε με χρήματα, ώστε να μη φονεύουν τους αδύναμους αιχμαλώτους. Με τη σύνεση του Κωνσταντίνου «μύριοι εκ των βαρβάρων εσώζοντο», σημειώνει ο Ευσέβιος. ζ) Ο ιερός Χρυσόστομος γράφει: «Ένας άνθρωπος μπορεί να αλλάξει έναν ολόκληρο δήμο». Και πράγματι η ζωή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης άλλαξαν τη ροή της ιστορίας. Έθεσαν τα θεμέλια μιας ανθρωπινότερης πολιτείας θέτοντας στο επίκεντρο το Ευαγγέλιο της αγάπης και της δικαιοσύνης. Στο Βυζάντιο μπορεί να μην αναπτύχθηκε σαφής πολιτική θεωρία, αλλά θεωρήθηκε ασεβής η αντίληψη των ρωμαϊκών αποθεώσεων του αυτοκράτορα και διαμορφώθηκε η άποψη ότι κάθε αξίωμα, αποβλέπει στη διακονία των πολιτών. Η αντίληψη ότι η εξουσία προέρχεται από τον Θεό, παρέπεμπε ταυτόχρονα και στον τρόπο άσκησής της. Υπενθύμιζε δηλαδή, τη σταυρική θυσία του Παμβασιλέως Χριστού, τον οποίο χρειάζεται να μιμηθεί ο κοσμικός άρχοντας, προκειμένου να σώσει το λαό του.

 

Η Αγία Υπομονή και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

α) Το σημείο του σταυρού που αποκαλύφθηκε στον Μέγα Κωνσταντίνο, τον πρώτο βυζαντινό αυτοκράτορα που συνέβαλε στην εδραίωση της χριστιανικής πίστης, δεν προμήνυε απλώς την πανηγυρική δικαίωση του χριστιανισμού. Σφράγιζε ταυτόχρονα και υπογράμμιζε την αλήθεια, ότι εκείνος που αναλαμβάνει οποιαδήποτε εξουσία, πρέπει να είναι έτοιμος να θυσιαστεί για το λαό του ή μαζί με το λαό του.

β) Έτσι και ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αρνήθηκε να συνθηκολογήσει και να παραδώσει εθελοντικά τη διοίκηση της Κωνσταντινούπολης στους εχθρούς, έστω κι αν έβλεπε την επερχόμενη καταστροφή. Αρνήθηκε, επίσης, να εγκαταλείψει την πόλη, όπως του συνιστούσαν οι συγκλητικοί και ο Πατριάρχης. «Μπορεί η απομάκρυνσή μου να είναι ευνοϊκή για μένα», απάντησε, «μου είναι όμως αδύνατο να φύγω. Πώς να αφήσω τις εκκλησίες του Κυρίου μας, και τον θρόνο και τον λαό μου σε τέτοιο κακό;»

γ) Το ήθος αυτό είχε προφανώς διδαχθεί από την πολύτεκνη και καλύτεκνη μητέρα του Αυτοκράτειρα Ελένη, σύζυγο του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου (1349-1425), η οποία ανάθρεψε έξι αγόρια και δύο κορίτσια. Η Ελένη μετά τον θάνατο του συζύγου της αναχώρησε από το κοσμικό παλάτι και έζησε για 25 χρόνια στο μοναστήρι της κυρά- Μάρθας ως μοναχή με το όνομα Υπομονή. Πέθανε λίγα χρόνια πριν την άλωση και η Εκκλησία την τιμά ως αγία και την εορτάζει στις 29 Μαΐου. Η αγία Υπομονή μπορεί να επέλεξε το μοναχικό κελί, αλλά πάντοτε ενέπνεε το ανδρείο, φιλειρηνικό αλλά και θυσιαστικό φρόνημα στα παιδιά της.

δ) Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έστειλε στον Μυστρά ως διοικητές τα αδέλφια του, Θωμά και Δημήτριο, μεταξύ των οποίων υπήρ­χε κάποια ψυχρότητα, η Υπομονή δεν έμεινε μόνο στον εθιμοτυπικό χαιρετισμό. Κάλεσε στο μοναστήρι τον αυτοκράτορα και υιό της, τα άλλα δύο παιδιά της, τους συγκλητικούς και τον κοινό φίλο Φραντζή και αφού τα συμβούλεψε, τα δέσμευσε με όρκους να τηρήσουν τις συμφωνίες και τις συμβάσεις, «Ινα μηδείς του ετέρου τους τόπους και τα όρια υπερπηδά και αρπάζει, αλλά ειρηνικώς να συνεργάζονται». Επέτυχε δηλαδή, ως καλή παιδοτρόφος και αρίστη μητέρα, το «ομόγνωμον». Κι αυτό συνέβαινε πάντοτε, όπως σημειώνει ο Γεώργιος Πλήθων – Γεμιστός. Έτσι οι γιοί της ήσαν ομονοούντες και με το κύρος της μητρικής παρέμβασης «αθορύβως και ησύχως επέλυον τας διαφοράς των».

ε) Η αγία Υπομονή δεν ωφέλησε μόνο την οικογένειά της. Καθένας που βρισκόταν κοντά της αποκόμιζε καρπούς πνευματικούς. Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρει ο Γεννάδιος Σχολάριος που μετά την ΄Αλωση αναδείχθηκε Πατριάρχης: Όταν την επισκεπτόταν κάποιος σοφός, έφευγε κατάπληκτος από τη σοφία της. Όταν τη συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά τη συνάντηση, ντροπιασμένος για την φτώχεια της αρετής του. Όταν τη συναντούσε κάποιος συνετός, πλουτιζόταν με περισσότερη σύνεση. Όταν την έβλεπε κάποιος νομοθέτης, γινόταν προσεκτικότερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διαπίστωνε ότι έχει ενώπιον του έμπρακτο κανόνα Δικαίου.

στ) Και συνεχίζει ο Σχολάριος: Όταν την επισκεπτόταν κάποιος θαρραλέος, ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξη από την υπομονή, τη σύνεση και τη δύναμη του χαρακτήρα της. Όταν την πλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονότερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν τη συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεση, και μετανοούσε αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό της την ταπείνωση. Όταν τη γνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερο ζήλο. Κάθε πονεμένος καταλάγιαζε κοντά της τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας περιόριζε τη φιλαυτία του. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθε σε επικοινωνία μαζί της και να μην έγινε καλύτερος.

ζ) Στο Βυζάντιο υπήρξε το φαινόμενο, αυτοκράτορες, μέλη αυτοκρατορικών οικογενειών άνδρες και γυναίκες, ή άλλοι αξιωματούχοι που είχαν ασκήσει διοίκηση να ασπάζονται ύστερα από κάποιο γεγονός το μοναχικό βίο. Όμως, η εγκατάλειψη των κοσμικών αξιωμάτων και η επιλογή του «εμφιλόσοφου μοναχικού βίου», της «πρακτικής φιλοσοφίας», της άσκησης και της προσευχής, συνοδεύονταν από διαφορετικά κίνητρα. Ορισμένοι «δυσημερούσαν», βρίσκονταν σε δυσμένεια ή σε έκπτωση από το αξίωμά τους και προκειμένου να οδηγηθούν στη φυλακή ή την εξορία αναγκάζονταν να κλεισθούν σε μοναστήρι. Υπήρχαν, όμως, κι εκείνοι, που εκουσίως εγκατέλειπαν τα εγκόσμια και ζούσαν «εν μετανοία», όπως η αγία Υπομονή, η οποία αναδείχθηκε πρότυπο συζύγου και μητέρας αλλά και υπόδειγμα οσιακού βίου.