ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΥΩΔΙΑ : Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΣΤΟΝ ΑΣΚΗΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ ΠΑΣΧΑ

ΠΑΤΗΡ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΛΛΙΑΚΜΑΝΗΣ 
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Α.Π. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

Α΄

Στη Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών ανάμεσα στους Έλληνες Πατέρες περιλαμβάνεται  και ο όσιος Κασσιανός Ρωμαίος, Λατίνος Πατέρας, ο οποίος μυήθηκε στην ασκη­τική εν Χριστώ ζωή στις περιοχές της Πα­λαιστίνης, της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου. Αργότερα μαθήτευσε κοντά στον άγιο Ιωάν­νη το Χρυσό­στομο στην Κωνστα­ντινού­πολη. Στις συγγραφές του διασώζει τη μοναστική πα­ράδοση της Ανατολής, την οποία μετέφερε στη Δύση. Είναι άξιο προ­σοχής, ότι διδάσκει κατ’ εντολήν του επισκόπου Κάστο­ρα, που σε­βόταν ως υπεύθυνο ποιμενάρχη και του οποίου ζητά τις ευχές, για να κατα­γράψει με πι­στό­τητα τη ζωή των μοναχών και των ασκητών. Αυτή η μέθοδος συγγραφής αποτελεί κοινό τόπο στην πατερική παράδοση.

Σε μια από τις διηγήσεις του, ο όσιος Κασσιανός ομιλεί για τη μεγάλη αξία της αρετής της δια­­κρί­σεως. Και παρατηρεί, ότι ενώ ορισμένοι μοναχοί και ασκητές εργάζονταν φιλότιμα, κατέ­ληγαν στην πλάνη και την απώλεια, εξαιτίας της έλλειψής της.

Στη σκήτη της Θη­βαΐδας, πολλοί γέροντες συ­ζη­τούσαν στις συνάξεις τους συχνά για την τε­λειότητα της αρετής και πως μπορεί να φυλαχθεί ο μοναχός από τις πα­­γί­δες του πονηρού, για να προ­σεγγίσει τον Θεό. Συμφω­νούσαν, ότι σκοπός της ασκητικής ζωής είναι η κοινωνία με τον Χριστό, τονίζοντας ότι οι νηστείες, οι αγρυπνίες, οι μετάνοιες, η περι­φρό­νηση του πλούτου, η αποταγή του κόσμου και η ανάγνωση των Γραφών «ουκ έστι  τελειότης, αλλά τελειότητος εργαλεία. Επειδή, ουκ εν τούτοις ευρίσκεται η τελειότης, αλλά δια τούτων προσγίνεται». 

 

Ένα βράδυ, σε ανάλογη συζήτηση κάθε ασκητής κατέθετε τη γνώμη του, δίδοντας την πρώτη θέ­ση σε κάποια αρετή. Άλ­­­λοι πρό­­βα­λαν την άσκηση και τη νηστεία, άλλοι την αγρυπνία, την α­γνό­τητα, την α­κτη­μοσύνη και την καταφρόνηση των υλικών αγαθών, ενώ άλλοι την ανιδιοτελή αγάπη, την ε­­λε­η­μο­σύνη και δι­ά­φορες άλλες αρετές. Όταν πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της νύ­χτας με τη συζήτηση, τελευ­ταίος μίλησε ο Αββάς Αντώ­νιος. Όλες οι αρετές είναι α­πα­ραίτητες είπε, αλλά δεν επιτρέπεται να δώ­­σουμε σε αυτές τα πρωτεία, διότι πά­­ντα υ­­πάρχει ο κίνδυνος της πλά­νης, εί­τε από την υπε­ρ­βο­­λή είτε από την έλλειψη. Ἡ διά­κρι­ση ως «οφθαλμός της ψυ­χής» απομακρύνει από αυτή «παν απαρέσκον τω Θεώ πράγμα». Χωρίς το χάρισμα της διακρίσεως κα­μιά α­ρε­τή δεν μπορεί να είναι ασφαλής μέχρι τέλους. Έτσι η διάκριση, «πα­σών των αρετών γεν­νήτρια και φύλαξ υπάρχει». Με τη γνώμη του ο­σίου Αντωνίου συμφώνησαν και οι υπό­λοιποι πατέρες.

Η παραπάνω γεροντική συζήτηση έχει σαφή Αγιοπνευματική, εκκλη­σιολογική και συνο­δική βάση. Κανείς από τους μοναχούς δεν θεώρησε τον εαυτό του αυθε­ντία, ούτε επέμεινε στην άποψή του. Αποδέχθηκαν όλοι τη φω­τι­σμένη τοπο­θέ­τηση του Αββά Αντωνίου, ο οποίος διατηρούσε στενή πνευ­μα­τική σχέση με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, άγιο Αθανάσιο.

Ο όσιος Κασσιανός παραθέτει παραδείγματα μοναχών, οι οποίοι ενώ ασκούνταν αυστηρά, πλανήθηκαν, διότι δεν είχαν την αρετή της διακρίσεως. Δεν «εκκλησίαζαν τους λογισμούς τους» και δεν ζητούσαν συμβουλές από εμπείρους πνευματικούς πατέρες και δεν στηρίζονταν στην πείρα της Εκκλησίας αλλά στο εγωιστικό φρόνημά τους.

Θα αναφέρουμε μόνο ένα παράδειγμα πλάνης, που έχει σχέση με την πασχαλινή περίοδο που διανύουμε.  Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Γέροντα ασκητή Ήρωνα, ο οποίος ενώ νήστευε και εγκρατευόταν με αυστη­ρότητα πολλά χρόνια, και ιδιαίτερα τη Μεγάλη Σαρακοστή, έφθασε στο σημείο, ακολουθώντας το λογισμό του να μη συνεορτάζει το Πάσχα με τους άλλους αδελφούς, για να μη διακόψει τη μυστική ησυχαστική ζωή και χαλαρώσει τον κανόνα του! Δεν ήθελε να μετέχει στην κοινή σύναξη, «ίνα μη συνερχόμενος τοις πατράσι και αδελφοίς και συνεσθίων αυτοίς, αναγκασθή μεταλαβείν οσπρίου ή άλλου τινός των προσφε­ρομένων εν τη τραπέζη, και δόξη εκπεπτωκέναι του ιδίου σκοπού και όρου».  Κι ενώ όλοι οι μο­ναχοί το Πάσχα είχαν συγκεντρωθεί στην Εκκλησία για την Ανα­στά­σιμη Ακολουθία, μόνο αυτός έ­λει­πε. Έτσι εξαπατήθηκε από την πανουργία  του διαβόλου και τον προ­σκύ­­νησε ως άγγελο φωτός. Με σκο­τισμένο νου το μεσονύκτιο έπεσε εκού­σια σε βαθύ πηγάδι πιστεύοντας τα λόγια του Σατα­νά, ότι θα βγει από εκεί σώος. Οι πατέρες της Σκήτης με πολύ κόπο τον ανέσυραν μισοπεθαμένο και μετά τρεις μέρες ξεψύχησε. Το χειρότερο όμως απ’ όλα είναι, ότι και μετά, αφού τον έβγαλαν από το πηγάδι, αυτός συνέχιζε να επιμένει πει­σμα­τικά στην πλάνη του. Ούτε ο επικείμενος θάνατός του δεν μπόρεσε να τον πείσει ότι είχε απατηθεί από τα τεχνάσματα των δαιμόνων. Οι άλλοι μοναχοί με πολύ συμπάθεια παραστάθηκαν στο θάνατό του και με πολύ κόπο έπεισαν τον αββά Παφνούτιο, πνευματικό της Σκήτης, να επι­τρέ­ψει την κηδεία του.  Ο όσιος Παφνούτιος, φιλάνθρωπα φερόμενος δεν του στέρησε τα μνη­μόσυνα και τις προσευχές πού γίνονται στους κεκοιμημένους, διότι θα μπο­ρούσε να χαρακτηρισθεί ο θάνατός του ως αυτοκτονία κι ο αδιάκριτος μοναχός ως «βιαιοθανίτης».

Φαίνεται λοιπόν καθαρά, ότι ο ασκητικός βίος εγκρύπτει παγίδες πλάνης ακόμη και για τους αυστηρά ενασκουμένους. Γι’ αυτό και ό όσιος Κασσιανός επισημαίνει, ότι είναι αδύνατον να βλαφθεί πνευματικά κάποιος από τη συναναστροφή με τους συνανθρώπους του, εάν δεν έχει μέσα του «αποκειμένας τας των παθών αιτίας». Ο Κύριος, ως ιατρός των ψυχών που γνωρίζει τα τραύματα, δεν συνιστά την αποφυγή των ανθρώπων, αλλά την απομάκρυνση των αιτίων που προκαλούν τα πάθη και την κακία.

Βέβαια, εάν ο αγωνιζόμενος διολισθήσει σε κάποια πλάνη, υπάρχει η σωτήρια οδός της μετάνοιας. Αρκεί να μη μένει προσκολ­λη­μένος στον «εγωιστικό λογισμό» και το «ίδιον θέλημα» αλλά να ακολουθεί τους εμπείρους πνευματικούς Πατέρες και την πνευματική πείρα που έχει θησαυρισθεί στην Εκκλησία του Χριστού.

Β΄

Η πορεία της άσκησης που γίνεται με διάκριση είναι σταυρική. Ο αγωνιζόμενος χριστιανός και φιλότιμος αγωνιστής γίνεται συνοδοιπόρος με τον Χριστό που σηκώνει αγόγγυστα το Σταυρό του. Ο Σταυρός οδηγεί στην Ανάσταση. Η Μεγάλη Παρασκευή κυοφορεί την λαμπρο­φό­ρο Κυριακή του Πάσχα. Χωρίς τον Σταυρό δεν νο­εί­ται Α­νά­σταση και χω­ρίς Ανάσταση δεν έχει νόημα ο Σταυρός. Γι’ αυτό και το ορ­θό­δο­ξο Πά­σχα εί­ναι σταυ­­­ροαναστάσιμο. Και κάθε άν­θρω­πος μετέχει ολόσωμα και ολόψυχα στη μεγάλη εορ­τή της πίστης και της συ­νά­ντη­σης με τον Ανα­στημένο Κύ­ριο. Η ασκητική συμπό­ρευση και η συσταύρωση με Αυτόν τον καθιστά μέτοχο του θείου φω­τός και τον φέρνει σε πραγ­ματική κοινωνία με τους εν Χριστώ αδελ­φούς. Για να αναγνωρίσει ό­μως ο άνθρωπος τη θεϊκή παρουσία, χρειάζεται κα­ταρ­χήν να έ­χει διατηρήσει άσβεστο το θείο φως που έλαβα στο βάπτισμα. Οπότε η ένταξη στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία και η μέθεξη των ιερών μυστηρίων τον καθιστούν δεκτικό του θείου φωτισμού.

 

Παράλληλα, απαιτείται και η διαρκής ανθρώπινη συναίνεση και κάθαρση των παθών δια της ασκήσεως. «Καθαρθώμεν τας αι­σθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της α­­­να­στά­σε­ως», ψάλλει ο ιερός υμ­νω­δός. Σε αυτό συμβάλλει και η νηστεία, η μετά­νοι­α, η εγκράτεια, η εσωτερική συντριβή, η συμφιλίωση με τον πλησίον αλλά και η έμπρακτη άσκηση της αγάπης. Ορι­σμέ­νοι βλέπουν τον Αναστημένο Χριστό μόνο ως Θεό, ενώ άλλοι τον βλέπουν μόνο ως άνθρωπο. Οι πρώτοι τον τοποθετούν τόσο ψηλά που δεν τον φτάνουν. Οι δεύτεροι τον απο­γυμνώ­­νουν από τη θεότητα, στερώντας ουσιαστικά στον άνθρωπο τη δυνατότητα να γί­νει θεός κατά χά­ριν και να υπερβεί τη φθορά και το θάνατο.  Κι εδώ χρειάζεται διάκριση.

 

 

Ο Χριστός όμως, ως Θεάνθρωπος ανοίγει την οδό της νίκης εναντίον του θα­νάτου και γίνεται «πρωτότοκος εκ των νεκρών». Την πορεία αυτή μπορεί να ακο­λου­θήσει ασκητικά και ο Χριστιανός, γευόμενος από την παρούσα ζωή τα αγαθά της Ανάστασης. Τηρεί φιλότιμα τις θείες εντολές και  οι­κει­ώ­νε­ται τις αρετές, που τον ελευθερώνουν από τη δουλεία της αμαρτίας. «Θά­να­τος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6,9).

Το φως της Αναστάσεως εκχέεται πλουσιοπάροχα στον κόσμο. Απαιτούνται όμως καθαρά αισθητήρια και καθαροί οφθαλμοί, για να αναγνωρίσουν την ενέργεια του αναστάσιμου φωτός. Συχνά η πνευματική τύφλωση εμποδίζει αυτή την σχέση και κοινωνία. Αλ­λά το βράδυ του Πάσχα όλοι αισθάνονται, έστω αμυδρά, μια αχτίδα του θείου φω­τός να φωτίζει το νου και την καρδιά τους. Στη ορθόδοξη ανατολική παράδοση, παρά την άλλο­τρίωση, διασώζονται ακόμη και λαϊκά έθιμα που δηλώνουν ότι, οι άνθρωποι δεν έχουν λησμονήσει παντελώς το φως της βαπτίσεώς τους. Η λαμπάδα, ο ανα­στά­σι­μος χαι­ρε­τι­σμός, το γιορτινό τραπέζι, ο εν Χριστώ ασπασμός της αγάπης, η επίσκεψη στα μνή­μα­τα προσφιλών προσώπων κ.ά. είναι ορισμένα από αυτά.

Η αναστάσιμη λαμπάδα, που σύμφωνα με το έθιμο είναι δώρο του νουνού, λιώνει, λάμπει και φωτίζει, παραπέμποντας στο σταυροαναστάσιμο ασκητικό ήθος. Επίσης ο χαιρετισμός «Χριστός Ανέστη», «Αληθώς Ανέστη», που σε ορισμένα μέρη αντικα­θι­στά κάθε άλλο χαιρετισμό για σαράντα ημέρες είναι εκφραστικός του σταυροανα­στάσιμου ασκητικού βιώματος. Αλλά και η επίσκεψη στα μνήματα των κε­κοιμημένων τις άγιες αυ­τές ημέρες δείχνει την πίστη του λαού, ότι Ανάσταση του Χριστού αναψύχει τις ψυ­χές και αποτελεί πρόκριμα  για την Ανάσταση ολόκληρου ανθρω­πί­νου γένους.