Μεθώνη, Μεσσηνία
Εκεί που η άμμος κολλάει στα δάχτυλα και ο χρόνος λιώνει στον ήλιο
Αθήνα → Καλαμάτα → Μεθώνη
Η Ιωάννα και ο Λευτέρης δεν είχαν σκοπό να πάνε τόσο μακριά. «Να ζήσουμε το καλοκαίρι μας με τα παιδιά σε μια παραλία! Να βουτάμε πρωί-βράδυ και να μετράμε παγωτά και βουτιές!», είπαν.
Τα παιδιά τους, η εννιάχρονη Λυδία και ο Μάνος που μόλις έκλεισε τα έξι, ενθουσιάστηκαν με την ιδέα ενός ταξιδιού με λεωφορείο.
Ονειρεύτηκαν αμέσως… Ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό στο νοτιότερο κομμάτι της Μεσσηνίας που να τους αγκαλιάζει με τον ήχο των τζιτζικιών, τη γεύση του αληθινού καρπουζιού μετά τη θάλασσα, τις πατούσες που βουλιάζουν σε ζεστή άμμο.
“Μεθώνη!” Φώναξαν κι οι τέσσερις, σαν να την είχαν ονειρευτεί πριν καν τη δουν.
Εκεί, απλώς σε αφήνει να βγάλεις τα παπούτσια και να περπατήσεις ξυπόλητος μέχρι να ξεχάσεις από πού ήρθες.
Το ταξίδι ξεκινά από την Αθήνα, στις 9.30 το πρωί, με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ από τον σταθμό του Κηφισού. Κόσμος με βαλίτσες, σακίδια και καπέλα … Άλλοι με καφέδες στο χέρι, άλλοι με χαμόγελα και προσμονή απολαμβάνουν τις εικόνες που εναλλάσσονται στην οθόνη INFOTV, ενώ περιμένουν την αναγγελία της ώρας αναχώρησης.
Στην Εθνική, το λεωφορείο κινείται με σταθερή ταχύτητα, και η πόλη μένει πίσω σαν μια μακρινή ανάμνηση.
Ο δρόμος προς τη Μεσσηνία απλώνεται σαν σιγανό τραγούδι, όπου κάθε στροφή ψιθυρίζει γαλήνη και το τοπίο ξεδιπλώνεται αργά, σαν όνειρο που ξυπνά απαλά μέσα στο φως του ήλιου.
Περνά από πεδιάδες γεμάτες ελιές, αμπέλια και φραγκόσυκα· λόφους κατάφυτους που μοσχοβολούν φασκόμηλο και θυμάρι.
Στάση για λίγο στην Καλαμάτα, όσο να ξεπιαστείς και να πιείς κάτι δροσερό και μετά συνεχίζει προς τα νότια.
Καθώς πλησιάζεις στη Μεθώνη, ο αέρας φέρνει μαζί του ψιθύρους αλμύρας και τη ζεστασιά του καλοκαιριού. Από μακριά, η θάλασσα απλώνεται σαν ατέλειωτος καθρέφτης, που αντανακλά στις αχτίδες του ήλιου, ενώ τα κεραμίδια των σπιτιών λάμπουν απαλά στο φως του μεσημεριού. Κι εκεί, χωρίς φασαρία ή υπερβολές, νιώθεις πως έχεις βρεθεί σε έναν τόπο που δεν σε αφήνει αδιάφορο — έναν τόπο που σε προσκαλεί να μείνεις, να ζήσεις, να νιώσεις.
Η Μεθώνη είναι μικρή. Μια ήσυχη παραλία με ψιλή άμμο και γαλαζοπράσινα νερά και πίσω της ένας δρόμος που οδηγεί στο εντυπωσιακό ενετικό κάστρο — φρουρός αιώνων, γεμάτος ιστορίες. Λίγες παραδοσιακές ταβέρνες απλώνονται χαλαρά στην ακτογραμμή, με τραπέζια που ακουμπάνε σχεδόν στην άμμο και μυρωδιές από φρέσκο ψάρι και ρίγανη.
Στο βάθος, λίγα ιστιοπλοϊκά αράζουν μπροστά στο κάστρο, και στα ήσυχα σοκάκια του χωριού, ο παλιός φούρνος βγάζει ακόμη ψωμί στις 4 το απόγευμα.
— «Αν καθίσουμε σ’ αυτό το τραπέζι, πιάνουμε και λίγη σκιά απ’ την πορτοκαλιά», λέει ο Λευτέρης.
— «Αρκεί να φέρουν κι εκείνη την τσιλαδιά που έλεγες χτες», του λέει η Ιωάννα, αφήνοντας το καπέλο της στην καρέκλα.
Τα παιδιά έχουν ήδη τρέξει προς το δέντρο.
— «Μαμά, θέλω πορτοκαλάδα! Από τα πορτοκάλια του δέντρου!» φωνάζει η μικρή, γελώντας.
— «Κι εγώ θέλω γεμιστά! Όπως τα κάνει η γιαγιά!» προσθέτει ο μικρός, ακουμπώντας με τα χέρια του την καρέκλα της Ιωάννας.
Ο Λευτέρης γελά.
— «Νομίζω ότι βρήκαμε το σωστό τραπέζι.»
Παραδοσιακή γεύση του τόπου: Τσιλαδιά – παστός μπακαλιάρος με κόκκινη σάλτσα.
Στο τραπέζι τους φτάνει ένα πήλινο σκεύος με τσιλαδιά: παστός μπακαλιάρος σιγομαγειρεμένος σε πλούσια κόκκινη σάλτσα με ντομάτα, κρεμμύδι και φύλλα δάφνης. Η μυρωδιά θυμίζει παιδικό τραπέζι Κυριακής. Το λάδι γυαλίζει πάνω στη σάλτσα και το ψωμί στο πλάι είναι έτοιμο να βουτηχτεί.
Η Ιωάννα δοκιμάζει την πρώτη μπουκιά και σωπαίνει.
— «Σαν να τρώω καλοκαίρι και χειμώνα μαζί», μουρμουρίζει.Ο Λευτέρης γελάει.
— «Η γιαγιά μου έλεγε πως το αλάτι από τον μπακαλιάρο φυλάει και τις αναμνήσεις. Όχι μόνο το ψάρι.»
Η παραλία της Μεθώνης είναι ήσυχη. Τα παιδιά παίζουν με τα φουσκωτά, ένα σκυλί κοιμάται κάτω από την ομπρέλα και οι ώρες κυλούν γλυκά. Το απόγευμα περνάει με κατακόκκινο δροσερό καρπούζι, σκιά και βόλτες στο κύμα.
Η Μεθώνη δεν προσποιείται. Είναι όπως την βρίσκεις: αυθεντική, φιλική και λίγο ξεχασμένη από τον χρόνο — ακριβώς όπως την θες.