Πώς ένα καΐκι μια ταινία και μια μελωδία άλλαξαν για πάντα την Αντίπαρο και έδειξαν στην Ελλάδα τη δύναμη του κινηματογραφικού τουρισμού!
Γράφει η Ακαθίστη Βεκρή, Οινόλογος – Ειδικός στον Οινο/γαστρονομικό τουρισμό και τις τάσεις στο Μάρκετινγκ και την Επικοινωνία

Υπάρχουν ιστορίες που δεν μένουν στην οθόνη αλλά ταξιδεύουν πέρα από αυτή διαμορφώνοντας την ταυτότητα ενός τόπου και ανοίγοντας δρόμους που κανείς δεν είχε φανταστεί.
Η «Μανταλένα» είναι μια τέτοια ιστορία. Μια ταινία που γεννήθηκε σε μια εποχή απλή σε ένα νησί χωρίς ρεύμα και κατέληξε να γίνει μύθος πολιτιστικός τουριστικός και συναισθηματικός μαζί.

Και κάπου στο κέντρο αυτού του μύθου στέκεται ένα ξύλινο καΐκι που κατάφερε να κουβαλήσει πάνω του γενιές ολόκληρες.
Οι «Άγιοι Ανάργυροι» το σκαρί που για λίγο στις κάμερες ονομάστηκε «Μανταλένα» κατασκευάστηκε το 1958 στη Σάμο.
Πέρασε από χέρια καπεταναίων και θάλασσες αμέτρητες μέχρι να φτάσει στον κύριο Dieter Bernstein έναν άνθρωπο που δεν είδε απλώς ένα παλιό πλεούμενο αλλά ένα κομμάτι ιστορίας.
Το επισκεύασε με επιμονή του έδωσε ξανά ζωή και το κράτησε ζωντανό μέχρι τη μέρα που το δώρισε το 2017 στον Ναυτικό Όμιλο Πάρου. Ήταν μια πράξη βαθιάς αγάπης προς έναν τόπο που τον είχε υιοθετήσει και ένα σκαρί που κουβαλούσε μια εποχή ολόκληρη.

Πίσω από τις όμορφες εικόνες όμως υπήρχαν και στιγμές που έδειξαν πόσο εύθραυστος μπορεί να γίνει ο μύθος.
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων η Αλίκη Βουγιουκλάκη είχε ένα σοβαρό ατύχημα. Σε μια έντονη σκηνή πάνω στη βάρκα έχασε την ισορροπία της χτύπησε δυνατά το κεφάλι της στην κουπαστή κι έπεσε αναίσθητη στη θάλασσα.
Για λίγα λεπτά κανείς δεν ήξερε αν είχε γραφτεί τραγωδία. Εκείνη ευτυχώς συνήλθε γρήγορα και επέστρεψε στο γύρισμα σαν να μην είχε υπάρξει φόβος. Αυτή η λεπτομέρεια έμεινε για να θυμίζει πόσο πραγματικές γίνονται μερικές φορές οι σκιές πίσω από την ομορφιά της εικόνας.

Και ύστερα υπάρουν οι μελωδίες του Μάνου Χατζιδάκι που αγκάλιασαν την ταινία όπως το αεράκι της Αντιπάρου αγκαλιάζει τα σπίτια της.
Ο Χατζιδάκις δεν έγραψε μουσική για να συνοδεύσει την εικόνα αλλά μουσική που της χάρισε ψυχή. Νότες που μύριζαν καλοκαίρι Κυκλάδες και μια αθωότητα που μοιάζει σήμερα σχεδόν ακατόρθωτη.
Αυτή η μουσική έκανε την ταινία αξεπέραστη και χάρισε στο νησάκι έναν τόνο ποίησης που ακόμη το συνοδεύει.
Η Αντίπαρος της δεκαετίας του ’60 ήταν ένα νησί φτωχικό χωρίς ρεύμα με καθημερινότητα απλή και αργή. Όμως η «Μανταλένα» την έκανε γνωστή πολύ πριν υπάρξει όρος όπως «κινηματογραφικός τουρισμός». Γιατί αυτό ακριβώς συνέβη.
Ένα φιλμ έκανε έναν άγνωστο τόπο επιθυμητό. Μεταμόρφωσε ένα νησάκι σε σύμβολο του ελληνικού καλοκαιριού. Αυτό που σήμερα αποτελεί διεθνές εργαλείο προβολής για τόπους ολόκληρους η Αντίπαρος το έζησε αυθόρμητα μέσα από μια ασπρόμαυρη κάμερα.

Σήμερα ο κινηματογραφικός τουρισμός είναι ένας δυναμικός κλάδος. Χώρες επενδύουν σε στούντιο σε υποδομές σε κίνητρα για να προσελκύσουν γυρίσματα.
Η Ελλάδα προσπαθεί πλέον να γίνει μεγάλο στούντιο της Μεσογείου. Όμως η Αντίπαρος οπως και άλλοι τόποι στην Ελλαδα, είχε βιώσει αυτή τη δύναμη πριν καν αποκτήσει όνομα το φαινόμενο.
Η ταινία την ανέδειξε σε έναν από τους πιο όμορφους προορισμούς του Αιγαίου και η φυσική της εξέλιξη το επιβεβαίωσε.
Τα τελευταία χρόνια το νησί γνωρίζει τουριστική άνθηση. Νέα μαγαζιά εμφανίστηκαν μικρά boutique ξενοδοχεία διαμορφώθηκαν με γούστο και διακριτικότητα χωρίς να χαθεί το αυθεντικό κυκλαδίτικο στυλ.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τομ Χανκς επέλεξε να αποκτήσει σπίτι εκεί. Η παρουσία του έδωσε ακόμη μεγαλύτερη προβολή στο νησί και το τοποθέτησε στον διεθνή χάρτη σαν έναν προορισμό απλό αλλά μαγευτικό. Έναν τόπο που ξέρει να κρατά την ισορροπία ανάμεσα στη γαλήνη και την κοσμοπολίτικη πλευρά του.
Μέσα σε όλη αυτή την εξέλιξη το καΐκι της «Μανταλένας» θα μπορούσε να είχε παίξει τον ρόλο ενός ζωντανού τοπόσημου. Μια υπαίθρια ιστορική αφήγηση που θα έδενε τον πολιτισμό με τον τουρισμό με έναν τρόπο τρυφερό και ειλικρινή. Θα μπορούσε να βρίσκεται στο λιμάνι της Αντιπάρου σαν ένα κομμάτι ορατής μνήμης.
Τώρα το καίκι αυτό ,βρίσκεται στο Πέραμα στο Μουσείο Ναυτικής Παράδοσης και εκεί έχει τον δικό του ρόλο.
Στέκει ανάμεσα σε ιστορίες ναυτοσύνης και τεχνικής αλλά εξακολουθεί να αποπνέει εκείνη την αύρα του κινηματογραφικού θαύματος που κάποτε ένωσε ένα μικρό νησί με ολόκληρη την Ελλάδα.
Τελικά αυτή είναι η δύναμη της εικόνας.
Να μεταμορφώνει έναν τόπο να του δίνει ταυτότητα να γίνεται πρώτη ύλη για τουρισμό πολιτισμό και μνήμη. Η «Μανταλένα» δεν είναι μόνο μια ταινία.
Είναι μια υπόσχεση ότι όταν η τέχνη συναντά την αυθεντικότητα τότε ο μύθος γεννιέται. Ένα καΐκι που πλέον δεν ταξιδεύει στη θάλασσα ταξιδεύει στη συλλογική μνήμη.
Ένα νησί που κάποτε ήταν ταπεινό σήμερα είναι διεθνές. Και μια εικόνα που γυρίστηκε πριν δεκαετίες συνεχίζει ακόμη να μιλά πιο δυνατά από λόγια.













