Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Τουρισμού, που φέτος εστιάζει στον «Βιώσιμο Μετασχηματισμό», είναι ίσως η πιο κατάλληλη στιγμή να ξανακοιτάξουμε ολιστικά ολόκληρο τον κλάδο της οικονομίας της φιλοξενίας.
Μια οικονομία που δεν αφορά μόνο προορισμούς και διαμονή, αλλά την καρδιά κάθε ταξιδιωτικής εμπειρίας που εμπεριέχει την εστίαση, την εξυπηρέτηση, την κουλτούρα, τη σχέση με τον τόπο και τους ανθρώπους του.
Και θα πω εδώ ξανά: το μέλλον του τουρισμού είναι η τοπικότητα και η ανάδειξη της αυθεντικότητάς της!
The Future of Tourism is Local!
Γιατί η φιλοξενία δεν είναι προϊόν είναι ηθικό αγαθό. Κι αν μια κοινωνία δεν την αγκαλιάσει με όραμα και συνέπεια, ο τουρισμός χάνει το νόημά του, οι εμπειρίες σβήνουν και μαζί τους χάνεται και το μέλλον του.
Η «Οικονομία της Φιλοξενίας» ανθίζει μόνο όταν μια κοινωνία την εμπνέει και τη στηρίζει. Τότε ο τουρισμός γίνεται γέφυρα, οι εμπειρίες γίνονται μνήμες και το μέλλον του αποκτά προοπτική.
Ο τουρισμός δεν είναι βιομηχανία, δεν παράγει προϊόντα καταναλώνει.
Για αυτό και πάντα αναφέρομαι στον κλάδο όχι ως βιομηχανία αλλά ως «οικονομία της φιλοξενίας».
Η «οικονομία της φιλοξενίας», πέρα από αριθμούς, είναι πολιτισμικό κεφάλαιο, πλούσια και πολυδιάστατη. Δεν είναι απλώς οικονομικός δείκτης, αλλά κοινωνικό και πολιτισμικό αφήγημα. Και δεν μπορεί να περιορίζεται στο ΑΕΠ που αποφέρει. Είναι η συνισταμένη όλων όσων συμβαίνουν όταν ένας τόπος ανοίγει την αγκαλιά του στον επισκέπτη.
Δεν είναι μόνο δωμάτια, εισιτήρια και γεύματα, είναι το πλέγμα εμπειριών, σχέσεων, υποδομών, φυσικών πόρων, πολιτισμού και ανθρώπινης αλληλεπίδρασης που στηρίζει μια κοινωνία. Αγροτικά αγαθά, ενέργεια, νερό, υποδομές, φυσικό περιβάλλον.
Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι πώς θα φέρουμε περισσότερους επισκέπτες, αλλά πώς θα διασφαλίσουμε ότι δεν καίμε τα αληθινά θεμέλια που τον στηρίζουν.
Για χρόνια τον αποκαλούμε «βαριά βιομηχανία».
Μια φράση που εντυπωσιάζει, αλλά παραπλανά, γιατί ο τουρισμός δεν έχει γραμμές παραγωγής ούτε μηχανές που δουλεύουν αδιάκοπα.
Τρέφεται από τοπική παραγωγή, δημόσια έργα, φυσικό περιβάλλον και πολιτιστική κληρονομιά. Το μόνο που παράγει ουσιαστικά είναι εμπειρίες: τοπία, φιλοξενία, γεύσεις, πολιτισμό.
Ο τουρισμός μοιάζει με φλόγα: φωτίζει και ζεσταίνει, αλλά σβήνει με το πρώτο φύσημα. Η πανδημία το απέδειξε, όπως μπορεί να το αποδείξει ένας πόλεμος, μια φυσική καταστροφή ή ακόμη κι ένα δυσφημιστικό δημοσίευμα.
Στη μία πλευρά της ζυγαριάς βρίσκονται τα οφέλη: εισόδημα, δουλειές, στήριξη μικρών παραγωγών, καλύτερες υποδομές. Στην άλλη, τα κόστη: υπερδόμηση, κατανάλωση νερού και ενέργειας, αλλοίωση ταυτότητας, εξάρτηση από λίγες αγορές.
Και οι πόροι δεν είναι μόνο περιορισμένοι είναι και κακοδιαχειρισμένοι. Δεν απειλούνται μόνο από την κλιματική αλλαγή, αλλά κυρίως από εμάς: την αδηφάγο κατανάλωση, την πολιτική αδράνεια, τη λογική «παίρνω τώρα και ας πληρώνει το μέλλον».
Η κλιματική αλλαγή δεν είναι ο κίνδυνος είναι το ξυπνητήρι που χτυπά κάθε φορά που αγνοούμε τα όρια του πλανήτη.
Η πρόκληση είναι να κρατήσουμε την ισορροπία θετική, χωρίς να εξαντλούμε το ίδιο το κεφάλαιο που τροφοδοτεί τον τουρισμό. Και αυτό το κεφάλαιο δεν είναι οι αφίξεις και οι αριθμοί είναι η μνήμη.
Ο τουρισμός δεν πουλάει δωμάτια πουλάει μνήμες και ιστορίες. Ο ταξιδιώτης δεν ψάχνει μόνο μια παραλία με καλό σέρβις, αλλά μια εμπειρία που θα του μεινει αξέχαστη.
Η επιστήμη μας μιλά για τέσσερις τύπους μνήμης που μετατρέπουν τον επισκέπτη σε πιστό πελάτη: την επεισοδιακή (ό,τι έζησε),την σημασιολογική (ό,τι έμαθε), την συναισθηματική (ό,τι ένιωσε), και την διαδικαστική (ό,τι έκανε με το σώμα του).
Όταν μια εμπειρία ενεργοποιεί τρεις ή περισσότερες, τότε η αξία της παραμονής ανεβαίνει, οι επανακρατήσεις αυξάνονται και το περιεχόμενο που δημιουργούν οι ίδιοι οι ταξιδιώτες απογειώνεται.
Το ROI άρα δεν πρέπει να μετριέται μόνο σε έσοδα αλλά και σε αναμνήσεις.
Το μέλλον του τουρισμού οφείλει να είναι τοπικό. Όχι γιατί η τοπικότητα σημαίνει μικρότητα, αλλά γιατί σημαίνει ρίζωμα: στις γεύσεις, στις ιστορίες, στη φύση, στην κουλτούρα των ανθρώπων.
Κάτω από την αρχαία Ελιά των Βουβών στα Χανιά (3–5 χιλ. ετών) η ενέργεια του δέντρου και του τόπου μοναδική! Ένα ζωντανό μνημείο φύσης, ιστορίας και ομορφιάς, που χάρισε κότινους στους Ολυμπιονίκες της Αθήνας 2004 και του Πεκίνου 2008. ✨ Γιατί το μέλλον του Ελληνικού τουρισμού έχει ρίζες που πηγαίνουν βαθιά στην ιστορία μας, στον πολιτισμό μας, στη φιλοξενία που κουβαλάμε αιώνες τώρα και οφείλουμε να διατηρούμε με σεβασμό.
Η Ελλάδα για χρόνια επένδυσε μονοδιάστατα στο τρίπτυχο «ήλιος και θάλασσα». Το αποτέλεσμα ήταν εποχικότητα, πίεση στις υποδομές, εγκατάλειψη της υπαίθρου.
Το μέλλον όμως είναι το τώρα. Και τώρα, περισσότερο από ποτέ, απαιτείται ένα νέο παραγωγικό μοντέλο και μια διαφοροποιημένη εμπειρία από τοπικά προϊόντα και ιστορίες, ήπια ανάπτυξη με σεβασμό στα όρια του τόπου, πολιτιστική δημιουργία ως ζωντανή δύναμη της κοινότητας, ποιοτική τοπικότητα που συνδέει τον επισκέπτη με τον άνθρωπο και όχι μόνο με τον προορισμό.
Υπάρχουν ήδη παραδείγματα: η Βαρκελώνη με τον συνεδριακό τουρισμό μείωσε την εξάρτηση από το καλοκαίρι, η Ήπειρος με μονοπάτια και γαστρονομία προσελκύει επισκέπτες και τον χειμώνα, η Νάξος έκανε την πατάτα και τα τυριά της brand, η Σλοβενία σχεδίασε με συμμετοχή των κατοίκων ένα μοντέλο βιώσιμου τουρισμού που την ανέδειξε διεθνώς ως «πράσινο προορισμό».
Οι λύσεις είναι μπροστά μας: διαφοροποίηση εμπειριών και αγορών, σύνδεση με την τοπική παραγωγή, προστασία φυσικών πόρων, συμμετοχή των κατοίκων ως συνδημιουργών, ανθεκτικές υποδομές, πολιτισμός ως παραγωγική δύναμη, θεματικές διαδρομές χαμηλού αποτυπώματος, νέες τεχνολογίες με ψηφιακό storytelling.
Αν μείνουμε εγκλωβισμένοι στη λογική της ανάπτυξης, θα έχουμε περισσότερους τουρίστες αλλά λιγότερη ποιότητα ζωής. Αν όμως βάλουμε στο κέντρο τη βιωσιμότητα, τη μνήμη και την τοπικότητα, τότε ο τουρισμός μπορεί να γίνει ανθεκτικό οικοσύστημα.
Γιατί τελικά, αυτό που μένει στον ταξιδιώτη δεν είναι το δωμάτιο που πλήρωσε, αλλά η ιστορία που θα διηγηθεί.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται έναν τουρισμό αριθμών, χρειάζεται μια οικονομία φιλοξενίας που ριζώνει στον τόπο και παράγει αξία για όλους.
Μια Ελλάδα που θα μετριέται σε μνήμες, σε σχέσεις, σε ποιότητα ζωής. Γιατί η φιλοξενία μας δεν είναι εμπόρευμα ,είναι το πιο ισχυρό μας πλεονέκτημα, το πιο πολύτιμο αγαθό και η ουσιαστικότερη μορφή πολιτιστικής μας διπλωματίας.
Γιατί στο τέλος της ημέρας, η Ελλάδα δεν πουλάει απλώς διακοπές αλλά προσφέρει έναν τρόπο ζωής.
Κι αυτό, αν το πιστέψουμε, μπορεί να γίνει το πιο ισχυρό μας ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στον κόσμο.