Η Ελλάδα, όπως τη νιώθεις πραγματικά: Φθινοπωρινή Οδύσσεια – η ομορφιά κρύβεται στο ίδιο το ταξίδι

 

 

Στέκομαι στον Κηφισό. Ο σταθμός έχει τη δική του μουσική: βαλίτσες που κυλούν, φωνές που μπλέκονται, το άρωμα καφέ που σμίγει με την ανυπομονησία. Στα μάτια μου, οι οθόνες με τα δρομολόγια. Περιμένω το δικό μου∙ κοιτάζω το countdown που κατεβαίνει, δευτερόλεπτο-δευτερόλεπτο. Και μετά ακούγεται εκείνη η φωνή: «Στα επόμενα πέντε λεπτά, αναχωρούν τα λεωφορεία με προορισμό…». Είναι σαν να με καλεί το ίδιο το φθινόπωρο. Ξεκινώ μόνος.

 

 

 

Στάση πρώτη: Καστοριά – λίμνη στην ομίχλη

Το λεωφορείο γλυστρά μέσα από τα ελληνικά τοπία και οι συνομιλίες γίνονται το χαλί του ταξιδιού. Δίπλα μου κάθεται ένας νεαρός φοιτητής∙ μασάει ηλιόσπορους και χαμογελά μόνος του σε μια οθόνη κινητού. Μπροστά, μια γιαγιά ανοίγει αργά ένα ταπεράκι∙ η μυρωδιά από σπανακόπιτα γεμίζει το λεωφορείο. Αυθόρμητα τείνει το τάπερ προς το μέρος μου: «Θέλετε;» και χαρίζεται έτσι μια γεύση σπιτική, σαν πρόσκληση σε ξένο σπίτι.

Στην Καστοριά, η λίμνη με υποδέχεται ντυμένη στην ομίχλη. Στα στενά, ακούγεται το τρίξιμο από τα ξύλινα παράθυρα των αρχοντικών. Σ’ ένα καφενείο πίνω καφέ ελληνικό βαρύγλυκο και τρώω μπουγάτσα∙ η γλώσσα μου γεμίζει ζάχαρη και κανέλα, και το κρύο έξω γίνεται πιο γλυκό.

 

 

 

 

 

 

Στάση δεύτερη: Πρέσπες – φθινοπωρινός καθρέφτης

Το λεωφορείο συνεχίζει∙ από το τζάμι βλέπω χωριά με καπνό να βγαίνει από τα τζάκια. Δίπλα μου έχει καθίσει τώρα ένας δάσκαλος∙ μου μιλά για τα σχολεία που κλείνουν στα χωριά και για τα παιδιά που φεύγουν. Στην Πρέσπα, το τοπίο μοιάζει με όνειρο: λίμνες που καθρεφτίζουν σύννεφα, πουλιά που χορεύουν πάνω στο νερό.

Σ’ ένα ταβερνάκι τρώω φασόλια γίγαντες∙ μαλακά, ζεστά, με ντομάτα και άνηθο. Το πιάτο αχνίζει και η μυρωδιά γεμίζει το δωμάτιο. Γύρω μου, γέλια, ποτήρια που τσουγκρίζουν∙ η φθινοπωρινή γιορτή είναι απλή και αληθινή.

 

 

 

 

Στάση τρίτη: Γρεβενά – πολιτεία των μανιταριών 

Το λεωφορείο με αφήνει σε μια πόλη που ζει για το φθινόπωρο. Τα Γρεβενά έχουν γεύση μανιταριού∙ φρέσκο, αποξηραμένο, μαγειρεμένο. Στην πλατεία, πάγκοι γεμάτοι με είδη που μοιάζουν με γλυπτά της φύσης. Μια παρέα με φοιτητές με παρασύρει∙ γελάμε, δοκιμάζουμε μαζί μανιταρόσουπα. Ζεστή, βελούδινη, με γεύση γης και βουτύρου∙ η κουτάλα που βυθίζεται κάνει ήχο σαν βροχή σε τσίγκο.

Εκεί, στην πλατεία, νιώθω ότι το ταξίδι παύει να είναι solo. Η φιλία γεννιέται ξαφνικά, όπως μια φλόγα που ανάβει από σπίρτο.

 

 

 

Στάση τέταρτη: Αμύνταιο – τρύγος και κρασί

Στο Αμύνταιο, το φθινόπωρο μυρίζει σταφύλι. Τα αμπέλια έχουν αδειάσει, αλλά οι δρόμοι γεμίζουν ακόμα με βαρέλια και τραγούδια. Μπαίνουμε μαζί –εγώ κι η νέα μου παρέα– σε ένα μικρό οινοποιείο. Δοκιμάζουμε ξινόμαυρο∙ στην αρχή μάς φάνηκε στυφό, ύστερα όμως, μια γλυκειά γεύση από κεράσι και δαμάσκηνο στριφογύριζε στο στόμα μας. Ο ήλιος δύει πίσω από τις λίμνες και το ποτήρι μου βάφεται κόκκινο σαν το φως. Η στιγμή αυτή μένει στο σώμα σαν χάδι.

 

 

 

 

Επιστροφή – μόνος στην αρχή, με παρέα στο τέλος

Όταν το λεωφορείο γυρίζει στην Αθήνα, το φθινόπωρο έχει γίνει ήδη δικό μου. Ξεκίνησα μόνος, περιμένοντας το δρομολόγιο μπροστά στις οθόνες του Κηφισού. Επιστρέφω με νέες φιλίες, γέλια που ακόμα αντηχούν στα αυτιά μου, αναμνήσεις από φαγητά που μοιράστηκα με αγνώστους που έγιναν συνοδοιπόροι.

Η ομορφιά του φθινοπώρου δεν ήταν ούτε μόνο η λίμνη, ούτε το μανιτάρι, ούτε το κρασί. Ήταν το ίδιο το ταξίδι. Γιατί κάθε λεωφορείο δεν σε πηγαίνει απλώς κάπου∙ σε γεμίζει με ιστορίες.