Παραδοσιακά Λαμπριάτικα Έθιμα στα Χωριά της Αργιθέας

“[Οι Έλληνες] … στηρίχθηκαν στην χριστιανική θρησκεία και στα βαθειά ριζωμένα κατάλοιπα του Πιστεύω της Αρχαίας Ελλάδας για να επιζήσουν. Αυτά τα στοιχεία αποτέλεσαν την ιστορική συνέχιση των Ελλήνων. Στοιχεία που βρίσκονται […] ζωντανεμένα στα ήθη και έθιμα […]. Η κληρονομιά ανάμεσα στους αιώνες.” Δόρα Στράτου

Είκοσι καταπράσινα χωριουδάκια κρυμμένα στα βουνά της Πίνδου, μεταξύ Καρδίτσας, Τρικάλων, Άρτας και Ευρυτανίας αποκαλύπτουν τα έθιμά τους για την Λαμπρή. Σ’ ένα ειδυλλιακό ανοιξιάτικο τοπίο με άγρια ομορφιά, τρεχούμενα νερά, αγριολούλουδα και καταπράσινες πλαγιές με έλατα, κέδρους και βελανιδιές. Έθιμα όπως ο φανός κρατούν ζωντανή την παράδοση που ξεκινά από την αρχαιοελληνική λατρεία του Άδωνι, περνά στην Χριστιανική λατρεία και φθάνει έως και σήμερα ατόφια.

Το έθιμο του Φανού είναι μία μεγάλη φωτιά που ανάβουν στο προαύλιο της εκκλησίας, το βράδυ της Ανάστασης και το ύψος του πολλές φορές φθάνει και τα πέντε μέτρα. Τα παλιά χρόνια, τα παιδιά κάθε χωριού συναγωνίζονταν για το ποιος θα έκανε το μεγαλύτερο. Όταν η φωτιά χαμήλωνε, τα παιδιά συνήθιζαν να πηδάνε πάνω από τη θράκα για υγεία αλλά κυρίως για διασκέδαση.

Για τους παλιούς Αργιθιώτες, το Πάσχα ήταν μία ολόκληρη “ιεροτελεστία” που ξεκινούσε από τη Μ.Δευτέρα και περιλάμβανε πυρετώδεις προετοιμασίες, όπως το καθάρισμα των σπιτιών και της εκκλησίας, το βάψιμο των αυγών τη Μ.Πέμπτη, η ετοιμασία του σφαχτού, το πλάσιμο της λαμπροκουλούρας και το πήξιμο του γιαουρτιού το Μ.Σάββατο καθώς και το κόψιμο των κεδρόξυλων για το έθιμο του Φανού. Όλοι συμμετείχαν, άντρες και γυναίκες, νέοι και παιδιά, αναλάμβαναν ο καθένας το ρόλο του.

Τη Μ. Πέμπτη έφτιαχναν τα “μεγαλοπεφτίσια”, φυλαχτά και χαϊμαλιά για ανθρώπους αλλά και για ζώα. Έβαφαν τα αυγά κόκκινα με περίτεχνα σχέδια ενώ όσοι είχαν πένθος μαύρα. Στα μπαλκόνια και στα παράθυρα των σπιτιών άπλωναν τα προικιά των κοριτσιών για να καλοπαντρευτούν.

Όταν ξημέρωνε Μ. Παρασκευή, τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα και γέμιζαν το πένθιμο καλαθάκι τους με χρήματα, αυγά, καρύδια και γλυκά από τα φιλέματα των χωριανών. Κανείς δεν καθόταν σε τραπέζι. Έτρωγαν όρθιοι τον νηστίσιμο “πλαστό”, με τριμμένα χόρτα, κρεμμύδια και καλαμποκίσιο αλεύρι καθώς επίσης βρασμένα αποξηραμένα φρούτα.

Το ζούσαν, ωστόσο, στην πραγματική του διάσταση, ως θρησκευτική γιορτή, κοντά στην εκκλησία. Μαζεύονταν παρέες και με μόνο φωτισμό τους ειδικούς δαυλούς, από ξύλο και πανιά ποτισμένα με ρετσίνι, προχωρούσαν στα κακοτράχαλα μονοπάτια που οδηγούσαν στις εκκλησιές τους. Εκεί ακούγαν τα 12 Ευαγγέλια και ακολουθούσαν την περιφορά του Επιταφίου, από όπου περνούσαν από κάτω για το καλό και έπαιρναν λίγα λουλούδια για να κρατήσουν στο εικονοστάσι τους. Εκεί έψελναν όλοι μαζί “Χριστός Ανέστη” και άναβαν τις λαμπάδες με το Αναστάσιμο Φως.

Με αυτό, σταύρωναν την είσοδο του σπιτιού και άναβαν το καντήλι. Γύρω του μαζευόταν όλη η οικογένεια για να φάνε τη Μαγειρίτσα και να τσουγκρίσουν τα αυγά.

Το λαμπριάτικο γλέντι ξεκινούσε από νωρίς, με το αρνάκι στη σούβλα να ψήνεται, τις πίτες να αχνίζουν στον ξυλόφουρνο και τα κεράσματα με τσίπουρα. Η πλατεία του χωριού γέμιζε με χαρούμενες φωνές, παραδοσιακά τραγούδια και χορούς.

Πηγή: Σούλα Τόσκα – Κάμπα, “Λαογραφικά Αργιθέας Θεσσαλικών Αγράφων”, Αθήνα 1981