Το ρεμπέτικο ως άΫλη πολιτιστική κληρονομιά

Τραγούδια, χοροί, κουτούκια και πενιές! Οι Μάγκες! Οι ρεμπέτες που από τα όρια της παρανομίας σήμερα βρίσκονται στον κατάλογο της UNESCO ως πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας. Όλα τα τραγούδια βγαλμένα από τη ζωή των κατώτερων στρωμάτων. Ένα είδος μουσικής που πέρασε από σαράντα κύματα, κυνηγήθηκε, καταδικάστηκε, εξευτελίστηκε και από το 2005 εδραιώθηκε και έγινε κομμάτι της ιστορίας. Στην πραγματικότητα αντι-προσωπεύει πολλά κομμάτια ιστορίας. Ξεριζωμούς, πολέ-μους, μίση, πάθη, έρωτες, την πραγματική ζωή των ανθρώπων.

«Πάντα το… έπος τού ρεμπέτικου, ως μουσικό είδος και η περίοδος κατά την οποία εξελίχθηκε, αποτελεί τιμή για τη χώρα και το λαό της….
Γνωρίζω πολύ καλά τις αλλοιώσεις και τις φθορές, τις οποίες έχει υποστεί το ρεμπέτικο με το πέρασμα του χρόνου και τις πολλαπλές χρήσεις (από δισκογραφικές επανεκτελέσεις, από ζωντανές παραστάσεις, από την αναπότρεπτη ελεύθερη χρήση). Το ρεμπέτικο συνεχίζει, μετά από έναν αιώνα ύπαρξης, να είναι επίμονα εδώ. Απτόητο, ξεχωριστό και ολόλαμπρο! Κρατάει τα ιστορικά και παραδοσιακά του στοιχεία και συνεχίζει να είναι πόλος έλξης κάθε νέας γενιάς, ανεξαρτήτως εποχών, ταξικών διαφορών και κοινωνικών μεταλλαγών. Ο χασάπικος και ο ζεϊμπέκικος, το τσιφτετέλι και ο καρσιλαμάς, οι δρόμοι, τα μακάμια, οι αμανέδες και τα ταξίμια, θα είναι τα κυρίαρχα στοιχεία τα οποία εξελίχθηκαν σε στερέωμα, βάση, θεμέλιο, για το χτίσιμο της μετέπειτα ελληνικής τραγουδοποιίας.»
Jeju Island, Κορέα, 4- 9.12.2017

Βαμβακάρης, Κατσαρός, Μητσάκης, «Μάγκες» και «Αλήτες», οι ρεμπέτες του ντουνιά… προχωρούσαν σκυφτοί, με το σακάκι τους αραδιασμένο στον ώμο παίζοντας το κομπολόι τους, γυρνώντας από κουτούκι σε κουτούκι, τα λεγόμενα «Αμάν καφέ». Το καπέλο, το μουστάκι και το μπουζούκι στόλιζαν την περσόνα του ρεμπέτη. Οι περισσότεροι ρεμπέτες εκεί έμαθαν μπουζούκι στα κουτούκια, τα Αμάν Καφέ, δηλαδή, και στις φυλακές που μπαινοέβγαιναν μέχρι το 1940, καθώς τα τραγούδια και η συμπεριφορά τους θεωρούνταν προκλητικά και λογοκρίνονταν. «Τούτοι οι Μπάτσοι που ‘ρθαν τώρα», «στο κουτούκι του Θωμά» και « Χασίς ήπιε και ο Θεός», άσματα τα οποία κάθε στίχος δήλωνε μία διαφορετική εποχή, ένα επαναστατικό χαρακτήρα, μία διαφορετική κοινωνία.

«Τα τραγούδια των ανθρώπων εκφράζουν τον αγώνα τους με ένα αισιόδοξο και γενναίο κοινό συναίσθημα… γιατί αυτά τα τραγούδια είναι η θετική απάντηση στη ζωή, δηλαδή στο «εμείς»… Το ρεμπέτικο τραγούδι, ωστόσο, εκφράζει τα προβλήματα των ανθρώπων που ζουν στα περιθώρια της κοινωνίας … που δεν πιστεύουν στο εμείς… οι μουσικές φράσεις του ρεμπέτικου καταλήγουν σε ένα στεναγμό γεμάτο απογοήτευση, που καταρρέει στα βάθη».
Ηλ. Πετρόπουλος

Θέλοντας κανείς να μάθει για τη ρεμπέτικη μουσική, η στάση στη Θεσσαλονίκη είναι αναπόφευκτη. Γεντί Κουλέ, Άνω Πόλη, Πλατεία Τσιτσάνη, Ευαγγελίστρια και Ροτόντα, ένα μουσικό οδοιπορικό με τη ρεμπέτικη μελωδία να διαχέεται καθ’ όλη τη διάρκεια. Το ρεμπέτικο δεν είναι απλά ένα μουσικό είδος, στίχοι, μελωδία, μουσική, αλλά μία ολόκληρη στάση ζωής! Κουλτούρα, παράδοση, πολιτισμός, ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων και ακουσμάτων μέσα σε μερικούς στίχους.

Περπατώντας στα στενάκια της πόλης μπορεί κανείς να ακούσει τους ήχους της ρεμπέτικης μελωδίας, να δει τη φιγούρα ενός ρεμπέτη, το κουτούκι στο οποίο καθόταν, την ταύτιση της πόλης με τη μουσική. Οι δερβίσηδες, οι πρόσφυγες, η μπάρα, οι μαχαλόμαγκες, οι τεκέδες και τα αμάν καφέ ήταν η ταυτότητα της πόλης. Μία αυθεντική παράδοση που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια σου.

«Η περιοχή του Βαρδάρη, της Αριστοτέλους και του Ιουστινιανού αποτελούνταν από λαϊκά συγκροτήματα με σαντούρια, βιολιά, ντέφια, ούτια, και πουθενά, μέχρι το 1935, δεν υπήρχε μπουζούκι επαγγελματικά. Υπήρχαν πολλοί ερασιτέχνες που έπαιζαν για το κέφι τους και το κέφι της παρέας σε τεκέδες και κουτουκάκια, στις προσφυγικές συνοικίες και στο Βαρδάρη»
Ν. Βαμβακάρης

Το Γεντί Κουλέ είναι ένα από τα πιο σημαντικά ιστορικά σημεία του ρεμπέτικου. Στιχάκια χαραγμένα σε τοίχους, μελωδίες που σιγο-ψιθυρίζονται και μοναδικά τραγούδια που γεννιούνται. Μέχρι και το 1980 το ρεμπέτικο βρισκόταν ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, ανάμεσα στη νομιμότητα και την ανομία. Όπως αναφέρει και ο Πετρόπουλος, «το να ήσουν εκείνη την εποχή ρεμπέτης ήταν συνυφασμένο με το να είσαι αλήτης». Οι περισσότεροι ρεμπέτες μπαινοέβγαιναν στις πολιτικές φυλακές καθώς θεωρούσαν εκείνη την εποχή ότι τα ρεμπέτικα τραγούδια αντιμάχονταν την εθνική συνείδηση.

Από το 1924 και έπειτα το παιχνίδι γυρίζει υπέρ του ρεμπέτικου, εισέρχονται οι δισκογραφικές εταιρίες και επικεφαλής τίθενται μεγάλοι συνθέτες της Σμύρνης και της Πόλης, οι οποίοι αποφασίζουν και επιλέγουν ρεπερτόριο, τραγουδιστές, μουσικούς και ορχήστρες. Το ρεμπέτικο έρχεται στην επιφάνεια και εξευρωπαΐζεται. Σύμφωνα με πολλούς λαογράφους, η ρεμπέτικη κουλτούρα μετασχηματίζεται. Το αποτέλεσμα είναι η ηχογράφηση και η κυκλοφορία σε δίσκους όλων σχεδόν των πρώιμων ρεμπέτικων της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, ενώ οι δυσμενείς καταστάσεις που δημιούργησε η μεγάλη καταστροφή του 1922 εμπλουτίζουν τα ρεμπέτικα με νέα θεματολογία που αντλεί το υλικό και την έμπνευσή της από τα προβλήματα του ελληνικού λαού και ιδιαίτερα της προσφυγιάς. Το ρεμπέτικο μπαίνει ξανά στα όρια της παρανομίας με απόφαση του Μεταξά το 1934, αλλά πολύ γρήγορα το μπουζούκι γίνεται εθνικό σύμβολο και ο Ζορμπάς πολιτιστικό προϊόν της χώρας.

Και κάπως έτσι αλλάζει το ρεμπέτικο, όπως αλλάζει και ένα μεγάλο μέρος της ζωής. Τα περισσότερα τραγούδια γίνονται πιο εξευγενισμένα χρησιμοποιώντας όμως πολλά στοιχεία του παρελθόντος. Από το περιθώριο και τα υπόγεια κουτούκια οι ρεμπέτες γίνονται τα παιδιά του λαού. Θεσσαλονίκη Πέραμα, Πάτρα, παντού τους ζητάνε να παίξουν. Η αποδοχή του κόσμου είναι μεγάλη. Η εμφάνιση του Τσιτσάνη, της Μπέλλου και του Χιώτη φέρνει το ρεμπέτικο στην επιφάνεια. Σταδιακά, το λαϊκό τραγούδι αποενοχοποιείται από το στίγμα των κατωγείων και των ναρκωτικών, χαρακτηριστικά που αμαύρωναν την φήμη του προγενέστερου ρεμπέτικου και μεταφέρεται στα «σαλόνια». Η Θεσσαλονίκη γεμίζει κοσμικά κέντρα τύπου «Χορτατζήδες», «Ντελίς», «Φάληρο», «Σταυράκης», «Καλαμάκι» και «Καλαμίτσα», «Ταμπάκης», «Φλοίσβος», «Καρεκλάς», , και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός.

Από το 2003, που αναγνωρίστηκε από την UNESCO, έως σήμερα, το ρεμπέτικο ενισχύεται όλο και περισσότερο, καθώς έχει εισχωρήσει στην πολιτιστική κληρονομιά του τόπου. Ρεμπετοδιαδρομές, οι μουσικοί του δρόμου, πλατείες, εκδηλώσεις και κουτούκια γεννιούνται από την αρχή προσπαθώντας να προσφέρουν ένα αυθεντικό θέαμα σε αυτούς που θέλουν να γνωρίσουν την τοπική κουλτούρα. Η ενασχόληση των νέων με το ρεμπέτικο, η γνώση και το πάθος, καθώς και οι διασκευές που πραγματοποιούν επηρεασμένες από τα παλιά ρεμπέτικα υποδηλώνουν ότι έχει βάλει το στίγμα του σε ολόκληρη τη μουσική βιομηχανία.

Θωμαή Μπαλτζή
Μεταπτυχιακή του ΠΜΣ
«Τουρισμός και Τοπική Ανάπτυξη»