Συνέντευξη της Ελένης Βουδουράκη, Χορωδoύ της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Μεσόφωνου της όπερας στην Σοφία Παπασπηλιοπούλου
Από τις σημαντικές σκηνές της Ευρώπης και την Εθνική Λυρική Σκηνή της Ελλάδας, η μεσόφωνος, κα Ελένη Βουδουράκη, με διεθνείς σπουδές και μια καταξιωμένη πορεία στον κόσμο της όπερας, μοιράζεται μαζί μας στιγμές από τη ζωή και την καλλιτεχνική της διαδρομή που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά της.
Αν ταξιδεύαμε για λίγο στο παρελθόν σου, θα μπορούσες να σκεφτείς μία στιγμή, ενδεχομένως μία απόφαση ή μία γνωριμία που σε καθόρισαν ως άνθρωπο;
Αυτό που θα μπορούσα να πω ότι με καθόρισε ως άνθρωπο δεν είναι μία στιγμή, αλλά η διαρκής και εις βάθος ενασχόλησή μου με τη μουσική η οποία δε σταματάει ποτέ να με εξελίσσει και επομένως να με επαναπροσδιορίζει. Σίγουρα η απόφασή μου να ζήσω μόνη μου στο Λονδίνο και να ασχοληθώ αποκλειστικά με τη σπουδή μου στο Νational Οpera Studio ήταν κάτι που καθόρισε την προσωπικότητά μου και καλλιτεχνικά αλλά και πιο ουσιαστικά.
Ασχολείσαι από πολύ μικρή ηλικία με τη μουσική και ιδιαίτερα με το τραγούδι. Υπήρξε κάτι που σε ενέπνευσε ή σε ώθησε σε αυτή την επιλογή;
Από πολύ μικρή ηλικία ξεκίνησα να παίζω πιάνο. Είχα μία φυσική ευκολία να μεταφέρω απευθείας σε ένα μικρό πιανάκι που μου είχε κάνει δώρο η γιαγιά μου όποια μελωδία άκουγα. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, μου δημιουργήθηκε μία τεράστια επιθυμία να καλλιεργήσω αυτή την ικανότητά μου μέσα από την εκπαίδευση στο ωδείο, γι’ αυτό και την επιζητούσα επίμονα.
Φωτογραφία Γιάννης Αντώνογλου
Η ενασχόλησή μου με το τραγούδι, ήρθε πολύ αργότερα αφού πάντα τραγουδούσαμε ως οικογένεια στο σπίτι. Μας έδινε πολύ χαρά το τραγούδι και εκφραζόμασταν μέσα από αυτό. Επομένως, ήταν κάτι που ήρθε φυσικά, όχι σαν ανάγκη επαγγελματικής αποκατάστασης. Δεν το είχα σκεφτεί καν σαν ενδεχόμενο.
Έχεις σπουδάσει και έχεις παρακολουθήσει σεμινάρια τελειοποίησης στο εξωτερικό. Παράλληλα στην καλλιτεχνική σου πορεία είχες πολλές και σημαντικές συνεργασίες. Ποιες έχουν χαραχτεί στη μνήμη σου;
Πάντα θυμάμαι τις συνεργασίες με ανθρώπους καταξιωμένους που κοινά χαρακτηριστικά σε όλους τους ήταν η απλότητα της μεγαλοσύνης και της αξιοσύνης τους, το πηγαίο αλλά σκληρά δουλεμένο ταλέντο και η απέραντη αγάπη τους για τη μουσική.
Στη μνήμη μου έχει χαραχτεί βαθιά η συνεργασία μου με όλους τους συντελεστές της όπερας του Glyndebourne, του λεγόμενου «Θερινού Covent Garden».
” Είναι μοναδική αυτή η σχέση με το κοινό
όταν είναι ειλικρινής,
διότι αυτό που μας συνδέει
είναι η κοινή γλώσσα της μουσικής.”
Πριν καλά-καλά γίνω τριάντα χρονών βρέθηκα σε έναν καλοκουρδισμένο οργανισμό σχεδόν στη μέση του πουθενά, σε ένα μεσαιωνικό χωριό (Lewes) έξω από το Brighton, στην κλασική αγγλική εξοχή. Σε μια πραγματική όαση ζούσαμε την απόλυτη ευτυχία μελετώντας και στήνοντας σκηνή-σκηνή την όπερα “Σταχτοπούτα” του Τζ. Ροσσίνι. Εκεί βρέθηκα ως πρωταγωνίστρια σε έναν άψογο συνδυασμό υψηλής ποιότητας του ανθρώπινου μουσικού δυναμικού και των περιβαλλοντικών συνθηκών που βρίσκονταν σε πλήρη αρμονία. Μπορώ να πω με σιγουριά ότι «ζούσα το όνειρο…»
Ξεχωρίζεις κάποιον ρόλο που έχεις υποδυθεί και αγαπάς ιδιαίτερα στην όπερα;
Τον ρόλο της Κορνέλια από τον “Ιούλιο Καίσαρα” του Χέντελ την οποία υποδύθηκα στην όπερα του Κιέλου στη Γερμανία.
Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος έχει γράψει: “Εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ’ τον κόσμο. Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.” Πώς βιώνεις εσύ αυτή τη σύνδεση με το κοινό;
Είναι μοναδική αυτή η σχέση με το κοινό όταν είναι ειλικρινής, διότι αυτό που μας συνδέει είναι η κοινή γλώσσα της μουσικής. Η μουσική γίνεται η γλώσσα της επικοινωνίας μας! Ζούμε ταυτόχρονα όλοι μας μία κοινή εμπειρία η οποία έχει να κάνει με ένα συναίσθημα βαθύ που “μιλάει” ξεχωριστά στον καθένα και μας ενώνει. Μπορούμε να αισθανόμαστε κάτι διαφορετικό και αυτό μας μαγεύει στη μουσική.
Το ρεπερτόριό σου χαρακτηρίζεται από μία ποικιλία μουσικών ειδών. Έχεις ερμηνεύσει όπερες, οπερέτες, ορατόρια, κομμάτια της τζαζ και του ελληνικού έντεχνου τραγουδιού και ο “κατάλογος” συνεχίζεται… Ποιες ανθρώπινες πλευρές πιστεύεις ότι καλύπτει το κάθε είδος;
Δεν νομίζω ότι τα διάφορα μουσικά είδη καλύπτουν και μια διαφορετική ανθρώπινη πλευρά. Αυτό που σίγουρα αντιλαμβάνομαι είναι πως ένα απλό τραγούδι όπως αυτά που ονομάζουμε «ποπ», φέρ’ ειπείν, δεν μπορεί να «μιλήσει» σε πολύ βαθιά σημεία της ψυχής.
Σε αυτό το σημείο νιώθω την ανάγκη να αναφερθώ στο πολυσυζητημένο θέμα του «η μουσική είναι μια». Η μουσική πέραν της συναισθηματικής ένωσης, δημιουργεί και μία διανοητική ένωση με τον άνθρωπο. Είναι μια ξένη γλώσσα με πολλές πτυχές την οποία πρέπει να γνωρίσουμε είτε μαθαίνοντάς την είτε επιλέγοντας να εξοικειωθούμε με τον κόσμο της.
Η μουσική δεν είναι μία. Ας μη γενικεύουμε τα πράγματα. Είναι άστοχο. Υπάρχει “καλή” και “κακή” συμφωνική μουσική, “καλά” και “κακά” λαϊκά, “καλά” και “κακά” ρεμπέτικα. Δεν είναι εν γένει ένα είδος μουσικής είτε καλό είτε κακό. Εξάλλου, όπως λέει και ένας πολύ αγαπημένος μου μαέστρος: «Αν η μουσική είναι μια, τότε μπορώ να πω ότι και η αρχιτεκτονική είναι μία. Άρα μία πολύ καλοφτιαγμένη καλύβα του Καραγκιόζη είναι στο ίδιο επίπεδο αξιολόγησης με τον Παρθενώνα! Δεν είναι, όμως, έτσι. Άλλη η καλύβα του καραγκιόζη, κι άλλος ο Παρθενώνας. Τα κριτήρια αξιολόγησης είναι διαφορετικά». Το διανοητικό, επομένως, το πνευματικό στοιχείο παίζει έναν πολύ μεγάλο ρόλο στην τέχνη. Δεν αρκεί μόνο η συναισθηματική προσέγγιση της μουσικής.
Ποιες απαιτήσεις έχει η όπερα και ποια πλευρά της σε μαγεύει περισσότερο;
Το ωραίο και το ενδιαφέρον στην όπερα είναι ότι τα έργα είναι διαχρονικά γιατί έχουν τέτοια σημαντικότητα που αν τα παίξεις μία φορά ή και… δέκα φορές δεν προλαβαίνεις να ανακαλύψεις όλα όσα πραγματικά «λένε». Κάθε φορά προσεγγίζω την ίδια παρτιτούρα με εκατό τοις εκατό νέα στοιχεία. Υπό αυτή την έννοια, η όπερα για μένα δεν πρόκειται να «πεθάνει» ποτέ. Την ανακαλύπτω κάθε φορά μόνο μουσικά. Αναλογιστείτε πόσες διαφορετικές σκηνοθετικά «όψεις» και απόψεις μπορεί να αποκτήσει μία όπερα από έναν σκεπτόμενο κι ευφυή σκηνοθέτη που γνωρίζει μουσική και πάνω από όλα τη σέβεται.
Ως είδος έχει τις μεγαλύτερες και δυσκολότερες απαιτήσεις, καθώς χρειάζεται να προσπαθείς να έχεις μία άρτια τεχνική, να μην αφήνεις ποτέ τη μελέτη και να διατηρείσαι πάντα σε καλή φυσική κατάσταση. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να είσαι διαρκώς σε μία εγρήγορση τόσο πνευματική όσο και σωματική, ώστε να μπορείς να αντέχεις όλες τις τεχνικές απαιτήσεις και δυσκολίες ενός ρόλου είτε αυτός είναι πρωταγωνιστικός είτε δευτερεύων είτε χορωδιακός. Δεν έχει σημασία. Σκεφτείτε μόνο ότι η διάρκεια ενός έργου κατά μέσο όρο είναι δυο ώρες! Αθλητισμός κανονικός… όχι αστεία.
Όλη η διαδικασία της προετοιμασίας μιας όπερας έχει μαγεία, μέχρι το τέλος που κλείνει η αυλαία. Δεν είναι εύκολο να ανέβει ένα έργο, διότι ο κάθε συντελεστής δεν λειτουργεί ως μονάδα. Είναι μία ομαδική υπόθεση για την οποία σαφώς ο καθένας οφείλει να είναι έτοιμος με τη δική του ερμηνεία, κάτι που προϋποθέτει ότι θα έχει μελετήσει τη μουσική, τον χαρακτήρα του ρόλου και θα γνωρίζει από στήθους το κείμενο και την παρτιτούρα.
Επομένως, αυτό που με μαγεύει στην όπερα είναι ότι δεν νιώθω μόνη μου. Είμαι ένα γρανάζι, ένα μέρος μιας οργανωμένης παραγωγής στην οποία ο καθένας βάζει τη δική του ψυχή και τεχνογνωσία, και τα πάντα λειτουργούν μέσα στο πλαίσιο της ομάδας. Αυτό μας κάνει επαγγελματίες που για να πετύχουμε ένα άρτιο αποτέλεσμα χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον ώστε να μπορέσουμε να αποδώσουμε αυτό για το οποίο έχουμε δουλέψει ώρες, μήνες ή χρόνια ολόκληρα μόνοι μας. Αποτελεί, λοιπόν, αδιαμφισβήτητα ένα «ομαδικό άθλημα».
Ποιον ρόλο θα ήθελες να ερμηνεύσεις στο μέλλον;
Ένας ρόλος που θα ήθελα να ερμηνεύσω θα ήταν αυτός της Δαλιδά από την όπερα «Σαμψών και Δαλιδά», του Γάλλου συνθέτη Καμίλ Σαιν-Σανς. Σίγουρα με συναρπάζει η μουσική γραφή η οποία πιστεύω πως ταιριάζει στην φωνή μου, αλλά και το συναισθηματικό φορτίο ολόκληρης της όπερας. Η μουσική της μοιάζει σχεδόν κινηματογραφική αφού ακούγοντάς την σου δημιουργούνται εικόνες στο μυαλό. Από την άλλη, η Δαλιδά είναι μία ηρωίδα πολύ δυναμική που έχει αντιφάσεις -όπως οι περισσότεροι χαρακτήρες της όπερας- αφού έρχεται σε μία σύγκρουση με τον εαυτό της.
Βλέποντας τώρα τους νέους που ξεκινούν την πορεία τους στη μονωδία και από τον ρόλο της καθηγήτριας, τί θα τους συμβούλευες;
Η μόνη συμβουλή που θα μπορούσα να δώσω είναι «δουλειά»! Δουλειά, χωρίς να κοιτούν “δεξιά κι αριστερά” τι κάνει ή τι λέει ο καθένας. Να βάζουν στόχους και να προσπαθούν να τους φέρουν εις πέρας με τις δικές τους δυνάμεις. Μόνο αυτό μπορεί να τους οδηγήσει ψηλότερα στην κλίμακα των προσδοκιών τους. Και κάτι ακόμα: αν δεν αγαπούν το τραγούδι, καλύτερα μην ασχοληθούν με αυτό… Πολύ απλά!
Ανήκεις στο έμψυχο δυναμικό της Εθνικής Λυρικής Σκηνής ήδη από τα εφηβικά σου χρόνια. Τι θεωρείς ότι θα μπορούσε να βελτιωθεί στο κομμάτι της παραγωγής και των συντελεστών;
Θα ήθελα να καταργηθούν κάποια στερεότυπα που κυριαρχούν στο χώρο αυτό. Είναι απαραίτητο να επιλέγονται οι τραγουδιστές βάσει της καλλιτεχνικής τους ποιότητας και αξίας. Παράλληλα, χρειάζεται να ατονίσει σιγά σιγά μια παγκόσμια τάση που διαπιστώνω εδώ και αρκετό καιρό, ένα μάλλον επικοινωνιακό τέχνασμα πολύ σύγχρονων και προκλητικών σκηνοθεσιών χωρίς πραγματικό νόημα οι οποίες στοχεύουν στη μεγαλύτερη προσέλευση θεατών. Με αυτές δεν δημιουργείται ουδεμία συγκίνηση και κάθε άλλο παρά μέσα στο πνεύμα του συνθέτη είναι. Έτσι, επιτέλους, θα αποκτήσει και πάλι η μουσική και ο λόγος τον πρωταρχικό ρόλο που τους αναλογεί στην όπερα.
Η δουλειά σου σαφώς σε έχει “ταξιδέψει” σε πολλά σημεία της “όμορφης και παράξενης πατρίδας μας”. Ποιο μέρος της σε γοήτευσε περισσότερο όταν τον επισκέφτηκες; Θεωρείς ότι ο τόπος μπορεί να επηρεάσει μία καλλιτεχνική ερμηνεία;
Έχω ταξιδέψει σε αρκετά μέρη της Ελλάδας μας τραγουδώντας είτε κλασσικό είτε άλλο ρεπερτόριο. Δεν ξεχωρίζω κάποιο συγκεκριμένο σημείο της γιατί δε με επηρεάζει ποτέ ο τόπος, η αίθουσα ή το κοινό στο οποίο εμφανίζομαι ώστε να αλλάξει κι ο τρόπος που αντιμετωπίζω τη μουσική ή την ερμηνεία μου. Είτε τραγουδήσω στο Καλλιμάρμαρο είτε στην αυλή του φιλοπρόοδου συλλόγου Κοζάνης για εμένα είναι εξίσου σημαντική και συνειδητή η παρουσία μου. Προσέχω να είμαι το ίδιο ειλικρινής. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς… Οφείλω να ομολογήσω ότι πέρα από τα Επτάνησα -στα οποία είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι έχουν παράδοση στα μουσικά πράγματα- όπου αλλού βρέθηκα είχα τη χαρά να συνυπάρξω με ανθρώπους που εκτίμησαν αυτό που άκουγαν κι είχαν την ίδια συγκίνηση με εμένα. Από την Κοζάνη και τη Θεσσαλονίκη ως τη Σύρο και τη Χίο. Άλλωστε η γλώσσα της μουσικής, όταν είναι αληθινή, αγγίζει τους πάντες, σε όποιο μέρος της γης και αν βρίσκονται, όποια κουλτούρα, ηλικία ή βιώματα κι αν έχουν.
Έκανες ποτέ κάποιο ταξίδι που σου άλλαξε τη ζωή ή ενδεχομένως σε βοήθησε να αποσαφηνίσεις την ταυτότητά σου;
Μου αρέσουν τα ταξίδια και αυτό είναι κάτι που κουβαλάω μάλλον ασυνείδητα από μικρή. Ο πατέρας μου, ως καπετάνιος, και κάνοντας ταξίδια ανά τον κόσμο συνήθιζε να μας διηγείται πάρα πολύ γλαφυρά – όπως η μητέρα του, η γιαγιά μου η Βικτωρία- και να μας μεταφέρει τις εικόνες και τις εμπειρίες που είχε ζήσει στα διάφορα μέρη που επισκέφθηκε. Όταν μας μιλούσε για τους δρόμους που περπατούσε, τα μέρη που έβλεπε, τους ανθρώπους που συναντούσε ήταν σαν να ήμασταν μαζί του και να βιώναμε όλες αυτές τις εμπειρίες.
Μέσα από τις αφηγήσεις του, τόσο εγώ όσο και η αδελφή μου γυρίσαμε τον κόσμο, μάθαμε τις διάφορες κουλτούρες και αγαπήσαμε τα ταξίδια σαν ένα τρόπο να ανακαλύπτουμε τη ζωή, σαν ένα εναλλακτικό σχολείο που ανοίγει τους ορίζοντες του μυαλού και απωθεί κάθε στερεότυπο. Φτιάξαμε νοητά έναν πολύχρωμο χάρτη. Τα ταξίδια έμοιαζαν με το πιο διασκεδαστικό παιχνίδι που μας βοηθούσε να καλλιεργήσουμε και να εξελίξουμε τον εαυτό μας μέσα από την εξερεύνηση των πολιτισμών κάθε τόπου.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι αυτές οι ιστορίες μας βοήθησαν να κατανοήσουμε ότι όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο είμαστε ίδιοι, ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, εθνικότητας και θρησκείας. Είμαστε απλά άνθρωποι. Βιώνουμε τη χαρά, τη λύπη, τα προβλήματα και τις δυσκολίες με τον ίδιο τρόπο.
Έτσι αγάπησα τα ταξίδια και εκτιμώ κάθε στιγμή που αυτό το τόσο ιδιαίτερο επάγγελμα, το οποίο με επέλεξε, μου χάρισε τόσες στιγμές ευτυχίας σε όσους διαφορετικούς τόπους κι αν με οδήγησε…